Anonymous

δεῦρο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῡρο και [[δεύρω]] και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. [[δευρί]] και δεῡρε και δευρεί) (Α)<br /><b>1.</b> (με ρήματα κινήσεως [[σημαντικά]]) εδώ, [[προς]] τα εδώ («[[ἦλθον]] αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα<br /><b>3.</b> (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το [[σημείο]] («[[μέχρι]] μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῦ λόγου [[καλῶς]] μὲν ἄν ἔχοι»)<br /><b>4.</b> (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό [[μόριο]] με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! [[εμπρός]]! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε [[χρήση]] το [[δεύτε]])<br /><b>5.</b> ([[χωρίς]] [[ρήμα]]) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο [[παρά]] Σωκράτη» (<b>Πλάτ.</b>, Θεαίτ.)<br /><b>6.</b> πήγαινε [[προς]] («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[μέχρι]] [[τώρα]], [[μέχρι]] εδώ, έως [[τώρα]] («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ [[μέμφομαι]]» (<b>Αισχ.</b>, Ευμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δεύρο]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>υρο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>αυρο</i> ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[πέδευρα]]<br />ύστερα» όπου το λακων [[πέδευρα]] <span style="color: red;"><</span> [[πεδά]]- <i>αυρα</i>). Το α' συνθετικό της λ. [[δεύρο]] [[είναι]] [[προφανώς]] το επιθηματικό [[στοιχείο]] -<i>δε</i>, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. [[δεύρο]], με αρχική επιρρηματική [[σημασία]] «εδώ», εξέλαβε προστακτική [[χροιά]] «έλα εδώ» ([[πρβλ]]. λιθ. <i>aure</i>, [[λέξη]] συνώνυμη του [[δεύρο]], [[καθώς]] και αρμ. <i>ur</i> «[[προς]] τα εδώ» <span style="color: red;"><</span> <i>ure</i>, ουμβρ. <i>uru</i> «[[εκεί]]»). Παράλληλοι τύποι του [[δεύρο]] [[είναι]]: ο αιολ. τ. <i>δεύρυ</i> ([[πρβλ]]. <i>άλλυ</i>-<i>δις</i>)<br />ο τ. [[δευρί]] με το επιτατικό δεικτικό -<i>ί</i>, του οποίου [[άλλη]] [[μορφή]] [[είναι]] το <i>δευρεί</i>, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.<br />ο τ. [[δεύρω]] σχηματισμένος [[κατά]] το <i>πρόσ</i>(<i>σ</i>)<i>ω</i><br /><i>ο</i> μεμονωμένος τ. <i>δεύρε</i> ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -<i>ε</i>, ενώ το [[δεύτε]], τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το [[δεύρο]] ([[πρβλ]]. [[δεύρο]] ίτε</i>)].
|mltxt=δεῡρο και [[δεύρω]] και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. [[δευρί]] και δεῡρε και δευρεί) (Α)<br /><b>1.</b> (με ρήματα κινήσεως [[σημαντικά]]) εδώ, [[προς]] τα εδώ («[[ἦλθον]] αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα<br /><b>3.</b> (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το [[σημείο]] («[[μέχρι]] μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῦ λόγου [[καλῶς]] μὲν ἄν ἔχοι»)<br /><b>4.</b> (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό [[μόριο]] με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! [[εμπρός]]! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε [[χρήση]] το [[δεύτε]])<br /><b>5.</b> ([[χωρίς]] [[ρήμα]]) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο [[παρά]] Σωκράτη» (<b>Πλάτ.</b>, Θεαίτ.)<br /><b>6.</b> πήγαινε [[προς]] («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[μέχρι]] [[τώρα]], [[μέχρι]] εδώ, έως [[τώρα]] («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ [[μέμφομαι]]» (<b>Αισχ.</b>, Ευμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δεύρο]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>υρο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>αυρο</i> ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[πέδευρα]]<br />ύστερα» όπου το λακων [[πέδευρα]] <span style="color: red;"><</span> [[πεδά]]- <i>αυρα</i>). Το α' συνθετικό της λ. [[δεύρο]] [[είναι]] [[προφανώς]] το επιθηματικό [[στοιχείο]] -<i>δε</i>, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. [[δεύρο]], με αρχική επιρρηματική [[σημασία]] «εδώ», εξέλαβε προστακτική [[χροιά]] «έλα εδώ» ([[πρβλ]]. λιθ. <i>aure</i>, [[λέξη]] συνώνυμη του [[δεύρο]], [[καθώς]] και αρμ. <i>ur</i> «[[προς]] τα εδώ» <span style="color: red;"><</span> <i>ure</i>, ουμβρ. <i>uru</i> «[[εκεί]]»). Παράλληλοι τύποι του [[δεύρο]] [[είναι]]: ο αιολ. τ. <i>δεύρυ</i> ([[πρβλ]]. [[άλλυδις]])<br />ο τ. [[δευρί]] με το επιτατικό δεικτικό -<i>ί</i>, του οποίου [[άλλη]] [[μορφή]] [[είναι]] το <i>δευρεί</i>, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.<br />ο τ. [[δεύρω]] σχηματισμένος [[κατά]] το <i>πρόσ</i>(<i>σ</i>)<i>ω</i><br /><i>ο</i> μεμονωμένος τ. <i>δεύρε</i> ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -<i>ε</i>, ενώ το [[δεύτε]], τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το [[δεύρο]] ([[πρβλ]]. [[δεύρο]] ίτε</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm