Anonymous

τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τεκμήριον:''' τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος [[διδόναι]] Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
|elrutext='''τεκμήριον:''' τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος [[διδόναι]] Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
}}
{{grml
|mltxt=το / [[τεκμήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεγονός]] ή δεδομένο που παρέχει [[βάση]] για [[εξαγωγή]] συμπεράσματος, αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[συμπέρασμα]] από ένα γνωστό για ένα [[άλλο]], άγνωστο, [[πράγμα]] και, ιδιαίτερα, για αποδεικτέο [[γεγονός]] που συνάγει ο [[νόμος]] ή ο [[δικαστής]] από την [[απόδειξη]] άλλου συναφούς γεγονότος<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[κριτήριο]] βάσει του οποίου γίνεται ο [[προσδιορισμός]] του τεκμαρτού εισοδήματος ενός φορολογουμένου, όπως [[είναι]] λ.χ. το καταβαλλόμενο [[ενοίκιο]], γενικά οι δαπάνες διαβίωσης, η [[κατοχή]] επιβατικού αυτοκινήτου, σκάφους αναψυχής, κ.ά.<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> δεδομένο, [[στοιχείο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[τεκμήριον]]» — όπως συμπεραίνεται από ένα δεδομένο, όπως συνάγεται από τα πράγματα<br />β) «[[νόμιμα]] τεκμήρια»<br /><b>(νομ.)</b> τεκμήρια για τα οποία ειδική [[διάταξη]] νόμου επιβάλλει ή επιτρέπει στον δικαστή συγκεκριμένο [[συμπέρασμα]] από τη [[διαπίστωση]] συγκεκριμένου γεγονότος<br />γ) «δικαστικά τεκμήρια»<br /><b>(νομ.)</b> μη [[νόμιμα]] τεκμήρια, [[δηλαδή]] τεκμήρια που δεν στηρίζονται σε ειδική [[διάταξη]] νόμου<br />δ) «αμάχητα τεκμήρια»<br /><b>(νομ.)</b> [[νόμιμα]] τεκμήρια [[κατά]] τα οποία το [[συμπέρασμα]] του δικαστή επιβάλλεται υποχρεωτικά, υπό την [[έννοια]] ότι αποκλείεται η [[ανταπόδειξη]], [[δηλαδή]] η [[απόδειξη]] του εναντίου, όπως [[είναι]] λ.χ. η δικαστική [[ομολογία]]<br />ε) «μαχητά τεκμήρια»<br /><b>(νομ.)</b> [[νόμιμα]] τεκμήρια [[κατά]] τα οποία το [[συμπέρασμα]] του δικαστή επιβάλλεται, [[αλλά]] όχι αποκλειστικά, και για τα οποία ο θιγόμενος [[είναι]] [[ελεύθερος]] να επιχειρήσει [[ανατροπή]] τους με [[ανταπόδειξη]] αποδεικνύοντας [[ευθέως]] με άλλα αποδεικτικά [[μέσα]] το αντίθετο του περιεχομένου του τεκμηρίου<br />στ) «[[τεκμήριο]] εμπορικότητας»<br />(εμπορ. δίκ.) [[τεκμήριο]] σύμφωνα με το οποίο [[κάθε]] [[πράξη]] του εμπόρου θεωρείται ως γενομένη [[χάριν]] της εμπορίας του και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[είναι]] εμπορική και χρησιμοποιείται στην [[περίπτωση]] που μια [[πράξη]] κατ' εξοχήν αστική ενεργείται από έμπορο [[χάριν]] της εμπορίας του για την [[επίλυση]] του προβλήματος [[αυτού]]<br />ζ) «μουκιανό [[τεκμήριο]]»<br /><b>(νομ.)</b> μαχητό [[τεκμήριο]] κυριότητας τών κινητών που βρίσκονται στη [[νομή]] ή στην [[κατοχή]] του ενός ή και τών δύο συζύγων τα οποία ο [[νόμος]] θεωρεί [[υπέρ]] τών δανειστών καθενός από τους συζύγους ότι ανήκουν στον οφειλέτη σύζυγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]], [[γνώρισμα]], [[σημάδι]] («[[τεκμήριον]] τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> την [[απόδειξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σημείο]] και [[προς]] το [[εικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύμπτωμα]] νόσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τεκμήριον]] έχει σχηματιστεί από το θ. του αορ. <i>τεκμήρ</i>-<i>ασθαι</i> του ρ. [[τεκμαίρομαι]] με κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 41: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], τεκμαρτέον, [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], [[δυστέκμαρτος]], [[τεκμηριόω|τεκμηριῶ]] (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]).
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], [[τεκμαρτέον]], [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], [[δυστέκμαρτος]], [[τεκμηριόω|τεκμηριῶ]] (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]).
}}
}}