Anonymous

δαμάω: Difference between revisions

From LSJ
52 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=damao
|Transliteration C=damao
|Beta Code=dama/w
|Beta Code=dama/w
|Definition=a form assumed as the 1st pers. of [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]], which in Hom. are fut. of [[δαμάζω]] or [[δάμνημι]]: but [[δαμόωσι]], [[δαμόωνται]], are pres. in late Ep., <span class="bibl">Q.S.5.247</span>,<span class="bibl">249</span>.
|Definition=a form assumed as the 1st pers. of [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]], which in Hom. are fut. of [[δαμάζω]] or [[δάμνημι]]: but [[δαμόωσι]], [[δαμόωνται]], are pres. in late Ep., Q.S.5.247,249.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]].
|lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=[[μοσχαράκι]]), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], [[ἀνύπαντρος]]), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=[[μοσχαράκι]]), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], [[ἀνύπαντρος]]), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.
}}
}}