3,274,399
edits
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerketis | |Transliteration C=kerketis | ||
|Beta Code=kerke/ths | |Beta Code=kerke/ths | ||
|Definition= | |Definition=κερκέτου, ὁ, [[weight used to steady a ship under sail]], Paus.Gr.''Fr.'' 118, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κερκέτης''': -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον [[ὅπως]] κρατῇ ἰσόρροπον τὸ [[πλοῖον]] κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ [[δελφὶς]] ὁ καλούμενος [[κερκέτης]] ἔστι [[μηχάνημα]] σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς [[ὅταν]] ᾖ [[ἄνεμος]] πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν [[πηδάλιον]]. ἀπὸ τῶν εὑρόντων». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κερκέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ναυτ.) [[είδος]] μικρής άστυπης άγκυρας με [[τρεις]] όνυχες που χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε λέμβους, για [[αγκυροβολία]] ή και για [[ανάσυρση]] αντικειμένων από τον βυθό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάρος]] που κρεμούσαν στην προσήνεμη [[πλευρά]] του πλοίου, όταν φυσούσε [[σφοδρός]] [[άνεμος]], για να μετριάζεται η [[κλίση]] του πλοίου<br /><b>2.</b> μικρό [[πηδάλιο]], από την ονομ. του ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι το επινόησαν και το χρησιμοποιούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κέρκος]]. | |||
}} | }} |