Anonymous

ηλικία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ηλικιά και [[ελικιά]], η (AM [[ἡλικία]], Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. [[ἁλικία]])<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) ο [[χρόνος]] που διανύεται από τη [[γέννηση]] ενός έμβιου όντος [[μέχρι]] τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για την [[ηλικία]] του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν [[περί]] ἔτη [[εἴκοσι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>3.</b> (για το [[σώμα]]) το [[ανάστημα]], το [[μπόι]], η [[κορμοστασιά]] («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η [[ελικιά]] σου [[κάστρο]]», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με προσδ. [[κατά]] γεν. δηλώνει ειδική [[εποχή]]) («[[ηλικία]] γάμου», «[[ηλικία]] στρατεύσεως»)<br /><b>2.</b> η στρατολογική [[κλάση]] («διατάχθηκε [[επιστράτευση]] [[πέντε]] ηλικιών»)<br /><b>3.</b> (και για τα άψυχα) η χρονική [[διάρκεια]], ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο υπάρχει [[κάτι]] («η [[ηλικία]] της γης»)<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[μονάδα]] του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κατά]] το οποίο αποτέθηκε μια [[αλληλουχία]] πετρωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω την [[ηλικία]]» — δεν [[είμαι]] πια [[νέος]]<br />β) «[[κάμνω]] κάποιον της ηλικίας» — [[ανατρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] ή [[μπαίνω]] ή εἶμαι ή [[γίνομαι]] εἰς νόμον ἤ [[μέτρον]] ἡλικίας» — [[ενηλικιώνομαι]]<br />β) «τρέφομαι σε [[ηλικία]]» — [[μεγαλώνω]]<br />γ) «[[τελεία]] [[ηλικία]]» — η ώριμη [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) η [[περίοδος]] της [[ακμής]] του βίου, [[κατά]] την οποία συντελείται η σωματική και [[μάλιστα]] η πνευματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[γενεά]] («πολλαῑς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτοί που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]], οι συνομίληκοι<br /><b>4.</b> περασμένη [[εποχή]] ή περασμένη [[περίοδος]] του χρόνου, ο [[παλαιός]] [[καιρός]] («ταῦτα ἡλικίαν ἄν εἴη [[κατά]] Λάϊον» — [[κατά]] τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> νεανικό [[πάθος]], νεανική [[ορμή]] («μὴ [[πάντα]] ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> για [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], [[παρθενία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς» — ο [[νους]] που έχει πρόωρα αναπτυχθεί<br />β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι<br />γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «[[πόρρω]] τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα [[γεράματα]], σε γεροντική [[ηλικία]]<br />δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας [[μετέχω]]» — βρίσκομαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι<br />στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που [[είναι]] ώριμη για γάμο<br />ζ) «ἡ καθεστηκυῑα ἡλικίᾳ» — η [[μέση]], η ώριμη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλικ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Σχηματίζει υποχωρητικά το <i>αφ</i>-[[ήλιξ]] «απομακρυσμένος από τη [[μέση]] [[ηλικία]]», δηλ. «ηλικιωμένος» [[αλλά]] και «[[νέος]]» μερικές φορές. Άλλο παρ. το [[ηλικιώτης]] «[[συνομήλικος]]» που στον τ. της κρητ. διαλ. <i>Fαλικιώτας</i> διατηρεί το <i>F</i>].
|mltxt=και ηλικιά και [[ελικιά]], η (AM [[ἡλικία]], Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. [[ἁλικία]])<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) ο [[χρόνος]] που διανύεται από τη [[γέννηση]] ενός έμβιου όντος [[μέχρι]] τη [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για την [[ηλικία]] του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις του έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν [[περί]] ἔτη [[εἴκοσι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>3.</b> (για το [[σώμα]]) το [[ανάστημα]], το [[μπόι]], η [[κορμοστασιά]] («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η [[ελικιά]] σου [[κάστρο]]», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με προσδ. [[κατά]] γεν. δηλώνει ειδική [[εποχή]]) («[[ηλικία]] γάμου», «[[ηλικία]] στρατεύσεως»)<br /><b>2.</b> η στρατολογική [[κλάση]] («διατάχθηκε [[επιστράτευση]] [[πέντε]] ηλικιών»)<br /><b>3.</b> (και για τα άψυχα) η χρονική [[διάρκεια]], ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο υπάρχει [[κάτι]] («η [[ηλικία]] της γης»)<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[μονάδα]] του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κατά]] το οποίο αποτέθηκε μια [[αλληλουχία]] πετρωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω την [[ηλικία]]» — δεν [[είμαι]] πια [[νέος]]<br />β) «[[κάμνω]] κάποιον της ηλικίας» — [[ανατρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] ή [[μπαίνω]] ή εἶμαι ή [[γίνομαι]] εἰς νόμον ἤ [[μέτρον]] ἡλικίας» — [[ενηλικιώνομαι]]<br />β) «τρέφομαι σε [[ηλικία]]» — [[μεγαλώνω]]<br />γ) «[[τελεία]] [[ηλικία]]» — η ώριμη [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) η [[περίοδος]] της [[ακμής]] του βίου, [[κατά]] την οποία συντελείται η σωματική και [[μάλιστα]] η πνευματική [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[γενεά]] («πολλαῑς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτοί που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]], οι συνομίληκοι<br /><b>4.</b> περασμένη [[εποχή]] ή περασμένη [[περίοδος]] του χρόνου, ο [[παλαιός]] [[καιρός]] («ταῦτα ἡλικίαν ἄν εἴη [[κατά]] Λάϊον» — [[κατά]] τους χρόνους, στον καιρό του Λαΐου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> νεανικό [[πάθος]], νεανική [[ορμή]] («μὴ [[πάντα]] ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> για [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], [[παρθενία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς» — ο [[νους]] που έχει πρόωρα αναπτυχθεί<br />β) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοι<br />γ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «[[πόρρω]] τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα [[γεράματα]], σε γεροντική [[ηλικία]]<br />δ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας [[μετέχω]]» — βρίσκομαι στην κατάλληλη [[ηλικία]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοι<br />στ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που [[είναι]] ώριμη για γάμο<br />ζ) «ἡ καθεστηκυῖα ἡλικίᾳ» — η [[μέση]], η ώριμη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλικ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>. Σχηματίζει υποχωρητικά το <i>αφ</i>-[[ήλιξ]] «απομακρυσμένος από τη [[μέση]] [[ηλικία]]», δηλ. «ηλικιωμένος» [[αλλά]] και «[[νέος]]» μερικές φορές. Άλλο παρ. το [[ηλικιώτης]] «[[συνομήλικος]]» που στον τ. της κρητ. διαλ. <i>Fαλικιώτας</i> διατηρεί το <i>F</i>].
}}
}}