Anonymous

κῶμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῶμος]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]] σε [[συμπόσιο]] [[καθώς]] και η [[μετά]] από αυτό [[θορυβώδης]] [[έξοδος]] στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, [[ιδίως]] νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη [[συνοδεία]] οργάνων, [[κυρίως]] αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> λαῑκή και αγροτική [[εορτή]], με [[πομπή]] και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και [[προς]] τιμήν θεού, [[ιδίως]] του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική [[πομπή]] ή σε [[πομπή]] [[προς]] τιμήν κάποιου νικητή<br /><b>4.</b> συγκεντρωμένο [[πλήθος]] ατόμων («ὁμηλίκων κώμους [[ἐπάξω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[τραγούδι]] που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῖ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είδος]] βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[κοινός]], [[κεάζω]], [[οπότε]] η αρχική της σημ. θα ήταν «[[αγέλη]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[κώμη]], [[κώμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωμικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμάδιος]], [[κωμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωμωδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμηγέτης]], [[κώμαρχος]], [[κωμοφύλαξ]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόκωμος]], [[αείκωμος]], <i>εγρεσίκωμος</i>, [[επίκωμος]], [[ηδύκωμος]], [[κραιπαλόκωμος]], [[πολύκωμος]], [[σύγκωμος]], [[φιλόκωμος]].
|mltxt=[[κῶμος]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]] σε [[συμπόσιο]] [[καθώς]] και η [[μετά]] από αυτό [[θορυβώδης]] [[έξοδος]] στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, [[ιδίως]] νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη [[συνοδεία]] οργάνων, [[κυρίως]] αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> λαῖκή και αγροτική [[εορτή]], με [[πομπή]] και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και [[προς]] τιμήν θεού, [[ιδίως]] του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική [[πομπή]] ή σε [[πομπή]] [[προς]] τιμήν κάποιου νικητή<br /><b>4.</b> συγκεντρωμένο [[πλήθος]] ατόμων («ὁμηλίκων κώμους [[ἐπάξω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[τραγούδι]] που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῖ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είδος]] βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[κοινός]], [[κεάζω]], [[οπότε]] η αρχική της σημ. θα ήταν «[[αγέλη]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[κώμη]], [[κώμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωμικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμάδιος]], [[κωμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωμωδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμηγέτης]], [[κώμαρχος]], [[κωμοφύλαξ]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόκωμος]], [[αείκωμος]], <i>εγρεσίκωμος</i>, [[επίκωμος]], [[ηδύκωμος]], [[κραιπαλόκωμος]], [[πολύκωμος]], [[σύγκωμος]], [[φιλόκωμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm