3,274,399
edits
m (Text replacement - "[[<span class="ggns">Gegensatz</span>]]" to "<span class="ggns">Gegensatz</span>") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λιτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απλός]], [[ακαλλώπιστος]], [[απέριττος]] (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ [[δίαιτα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρκείται σε ολίγα, [[ολιγαρκής]], [[λιτοδίαιτος]] («λιτὸς γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λιτότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άθλιος]], εξαθλιωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνήθης]], [[κοινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]] («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφασμα) [[λείος]], [[απλός]], [[ευτελής]] («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>3.</b> (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῖα», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λιτὴ [[χθών]]<br />ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιτά</i> και <i>λιτώς</i> (AM λιτῶς)<br />με [[λιτότητα]], απλά, απέριττα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρώς]], [[μετρίως]], λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>- ([[πρβλ]]. [[ | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[λιτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[απλός]], [[ακαλλώπιστος]], [[απέριττος]] (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ [[δίαιτα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αρκείται σε ολίγα, [[ολιγαρκής]], [[λιτοδίαιτος]] («λιτὸς γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λιτότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άθλιος]], εξαθλιωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνήθης]], [[κοινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[ασήμαντος]] («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ύφασμα) [[λείος]], [[απλός]], [[ευτελής]] («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>3.</b> (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῖα», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λιτὴ [[χθών]]<br />ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιτά</i> και <i>λιτώς</i> (AM λιτῶς)<br />με [[λιτότητα]], απλά, απέριττα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφρώς]], [[μετρίως]], λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>- ([[πρβλ]]. [[λῖτα]], αιτ. του <i>λίς</i> <i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[i]ος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιτ</i>- του <i>ίσσομαι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |