Anonymous

λύπη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χλίψη]], η (ΑΜ [[θλῖψις]]) [[θλίβω]]<br /><b>1.</b> [[πίεση]], [[συμπίεση]], [[σύνθλιψη]], ζούλημα<br /><b>2.</b> [[λύπη]], [[οδύνη]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[στενοχώρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στείψιμο, [[ξεζούμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[μηχανική]] [[καταπόνηση]], που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη [[πίεση]] και, [[συνεπώς]], προκαλεί [[μείωση]] του όγκου του<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[βάσανο]]<br /><b>2.</b> [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[κηδεία]] («σε [[θλίψη]] ή σε γάμο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευνουχισμός]] ζώου που προκαλείται με [[σύνθλιψη]] τών γεννητικών οργάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «[[κάμνω]] θλῑψιν» και «[[στέκομαι]] εἰς θλῑψιν» — [[λυπάμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπασμός]], [[πίεση]] (α. «θλῑψις στομάχου», Ρούφ.<br />β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).
|mltxt=και [[χλίψη]], η (ΑΜ [[θλῖψις]]) [[θλίβω]]<br /><b>1.</b> [[πίεση]], [[συμπίεση]], [[σύνθλιψη]], ζούλημα<br /><b>2.</b> [[λύπη]], [[οδύνη]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[στενοχώρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στείψιμο, [[ξεζούμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[μηχανική]] [[καταπόνηση]], που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη [[πίεση]] και, [[συνεπώς]], προκαλεί [[μείωση]] του όγκου του<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[βάσανο]]<br /><b>2.</b> [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[κηδεία]] («σε [[θλίψη]] ή σε γάμο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευνουχισμός]] ζώου που προκαλείται με [[σύνθλιψη]] τών γεννητικών οργάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «[[κάμνω]] θλῑψιν» και «[[στέκομαι]] εἰς θλῑψιν» — [[λυπάμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπασμός]], [[πίεση]] (α. «θλῖψις στομάχου», Ρούφ.<br />β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).
}}
}}
{{ls
{{ls