Anonymous

συγκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[επιεικής]], [[ενδοτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καταδεκτικός]], [[καταδέχομαι]] (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[ιδίως]] σε [[παραλία]] («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς [[καθόλου]] συγκαταβῆναι τόπους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[κρέμομαι]] [[κάτω]] («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῖς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κατέρχομαι]] για να βοηθήσω κάποιον («[[Ζεύς|Ζεὺς]]... Μοῑρά τε συγκατέβα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε επικίνδυνη [[επιχείρηση]] («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμφωνώ]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />β) [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾶν συγκατέβαινον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταβαίνω]] «[[κατέρχομαι]], [[καταλήγω]], [[συγκατατίθημι]]»].
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[επιεικής]], [[ενδοτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καταδεκτικός]], [[καταδέχομαι]] (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[ιδίως]] σε [[παραλία]] («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς [[καθόλου]] συγκαταβῆναι τόπους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[κρέμομαι]] [[κάτω]] («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῖς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κατέρχομαι]] για να βοηθήσω κάποιον («[[Ζεύς|Ζεὺς]]... Μοῖρά τε συγκατέβα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε επικίνδυνη [[επιχείρηση]] («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμφωνώ]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />β) [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾶν συγκατέβαινον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταβαίνω]] «[[κατέρχομαι]], [[καταλήγω]], [[συγκατατίθημι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm