3,274,408
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τέταρτος]], -άρτη, -ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. [[Τετράδη]] και επικ. τ. [[τέτρατος]] και βοιωτ. τ. [[πέτρατος]] Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια αριθμητική [[σειρά]] κατέχει τη [[θέση]] η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό [[τέσσερα]] (α. «ήλθε [[τέταρτος]] σε όλο το [[σχολείο]]» β. «ἐνίκησα δὲ καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] ἐγενόμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Τετάρτη]]<br />α) η τέταρτη [[μέρα]] της εβδομάδας, αυτή που ακολουθεί την Τρίτη<br />β) <b>εκκλ.</b> [[ημέρα]] νηστείας [[επειδή]], σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική [[αντίληψη]], τέτοια [[μέρα]] έγινε το [[συμβούλιο]] τών Ιουδαίων [[κατά]] το οποίο αποφασίστηκε η [[σύλληψη]] του Ιησού Χριστού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τέταρτο]](<i>ν</i>)<br />α) καθένα από τα [[τέσσερα]] ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο, κν. [[σήμερα]] [[τετάρτι]] (α. «το [[τέταρτο]] του μέτρου» β. «το ένα [[τέταρτο]] της έκτασης» γ. «ἐδόθη αὐτῷ [[ἐξουσία]] ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς», ΚΔ)<br />β) (με ή [[χωρίς]] το άρθρ. και με επιρρμ. σημ.) η, [[μετά]] την [[τρίτη]], [[θέση]] σε μια [[σειρά]] (α. «πρώτο δεν ήλθες, δεύτερο δεν έγραψες, τρίτο δεν τηλεφώνησες, [[τέταρτο]] συνεχίζεις την [[ίδια]] [[τακτική]]» β. «δεύτερον δὲ δὴ διήγησιν... [[τρίτον]] τεκμήρια, τέταρτον εικότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη [[Τετάρτη]]»<br /><b>εκκλ.</b> η τέταρτη [[μέρα]] της Μεγάλης Εβδομάδας που [[είναι]] αφιερωμένη στα [[πάθη]] του Χριστού [[κατά]] την [[ημέρα]] αυτή<br />β) «[[τέταρτο]] του τόνου» — καθεμία από τις υποδιαιρέσεις του τόνου σε [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[τέσσερα]] χαρτιά του ίδιου χρώματος σε κατιούσα [[κλίμακα]] («η τετάρτη του [[δέκα]] [[σπαθί]]»)<br />β) <b>μουσ.</b> [[διάστημα]] τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική [[κλίμακα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>μουσ.</b> i) [[σημείο]] με χρονική [[διάρκεια]] αντίστοιχη [[προς]] το ένα [[τέταρτο]] της αξίας του ολόκληρου<br />ii) [[μουσικός]] [[φθόγγος]] με [[διάρκεια]] διπλάσια του ογδόου και μισή του μισού<br />β) <b>ναυτ.</b> ξύλινο [[δοχείο]] με [[χωρητικότητα]] ίση με το ένα [[τέταρτο]] του βυτίου, [[δηλαδή]] ίση με 64 [[περίπου]] χιλιόγραμμα νερού<br />γ) το [[τεταρτορρόμβιο]]<br />δ) <b>(τυπογρ.)</b> [[σχήμα]] εντύπου του οποίου το τυπογραφικό [[φύλλο]] διπλώνεται στα [[τέσσερα]] («η [[εφημερίδα]] τυπώνεται [[τώρα]] σε [[σχήμα]] [[τέταρτο]]»)<br />ε) (ενν. <i>της ώρας</i>) [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[δεκαπέντε]] λεπτών της ώρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τετάρτη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εξανθηματικός]] [[πυρετός]] που μοιάζει ως [[προς]] τη [[συμπτωματολογία]] με την [[ιλαρά]] και την [[οστρακιά]], αλλ. [[νόσος]] τών Ντιουκς - Φιλάτοφ<br />β) «τετάρτη αφροδίσια [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> αφροδίσιο [[νόσημα]] που οφείλεται σε μικροοργανισμό του γένους [[χλαμυδία]], αλλ. [[νόσος]] τών ΝικολάΦαβρ<br />γ) «[[τέταρτο]] Σελήνης»<br /><b>αστρον.</b> [[φάση]] της Σελήνης όταν αυτή βρίσκεται σε [[κατάσταση]] τετραγωνισμού, [[δηλαδή]] όταν έχει [[αποχή]] 90° από τον Ήλιο<br />δ) «πρώτο [ή τελευταίο] [[τέταρτο]] της Σελήνης»<br /><b>αστρον.</b> η πρώτη και η τελευταία [[φάση]] της Σελήνης<br />ε) «[[τέταρτο]] του μέτρου» — [[είκοσι]] [[πέντε]] εκατοστόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέταρτος</i><br />(στους Λοκρούς) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) (ενν. <i> | |mltxt=-η, -ο / [[τέταρτος]], -άρτη, -ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. [[Τετράδη]] και επικ. τ. [[τέτρατος]] και βοιωτ. τ. [[πέτρατος]] Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια αριθμητική [[σειρά]] κατέχει τη [[θέση]] η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό [[τέσσερα]] (α. «ήλθε [[τέταρτος]] σε όλο το [[σχολείο]]» β. «ἐνίκησα δὲ καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] ἐγενόμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Τετάρτη]]<br />α) η τέταρτη [[μέρα]] της εβδομάδας, αυτή που ακολουθεί την Τρίτη<br />β) <b>εκκλ.</b> [[ημέρα]] νηστείας [[επειδή]], σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική [[αντίληψη]], τέτοια [[μέρα]] έγινε το [[συμβούλιο]] τών Ιουδαίων [[κατά]] το οποίο αποφασίστηκε η [[σύλληψη]] του Ιησού Χριστού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τέταρτο]](<i>ν</i>)<br />α) καθένα από τα [[τέσσερα]] ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο, κν. [[σήμερα]] [[τετάρτι]] (α. «το [[τέταρτο]] του μέτρου» β. «το ένα [[τέταρτο]] της έκτασης» γ. «ἐδόθη αὐτῷ [[ἐξουσία]] ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς», ΚΔ)<br />β) (με ή [[χωρίς]] το άρθρ. και με επιρρμ. σημ.) η, [[μετά]] την [[τρίτη]], [[θέση]] σε μια [[σειρά]] (α. «πρώτο δεν ήλθες, δεύτερο δεν έγραψες, τρίτο δεν τηλεφώνησες, [[τέταρτο]] συνεχίζεις την [[ίδια]] [[τακτική]]» β. «δεύτερον δὲ δὴ διήγησιν... [[τρίτον]] τεκμήρια, τέταρτον εικότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη [[Τετάρτη]]»<br /><b>εκκλ.</b> η τέταρτη [[μέρα]] της Μεγάλης Εβδομάδας που [[είναι]] αφιερωμένη στα [[πάθη]] του Χριστού [[κατά]] την [[ημέρα]] αυτή<br />β) «[[τέταρτο]] του τόνου» — καθεμία από τις υποδιαιρέσεις του τόνου σε [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[τέσσερα]] χαρτιά του ίδιου χρώματος σε κατιούσα [[κλίμακα]] («η τετάρτη του [[δέκα]] [[σπαθί]]»)<br />β) <b>μουσ.</b> [[διάστημα]] τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική [[κλίμακα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>μουσ.</b> i) [[σημείο]] με χρονική [[διάρκεια]] αντίστοιχη [[προς]] το ένα [[τέταρτο]] της αξίας του ολόκληρου<br />ii) [[μουσικός]] [[φθόγγος]] με [[διάρκεια]] διπλάσια του ογδόου και μισή του μισού<br />β) <b>ναυτ.</b> ξύλινο [[δοχείο]] με [[χωρητικότητα]] ίση με το ένα [[τέταρτο]] του βυτίου, [[δηλαδή]] ίση με 64 [[περίπου]] χιλιόγραμμα νερού<br />γ) το [[τεταρτορρόμβιο]]<br />δ) <b>(τυπογρ.)</b> [[σχήμα]] εντύπου του οποίου το τυπογραφικό [[φύλλο]] διπλώνεται στα [[τέσσερα]] («η [[εφημερίδα]] τυπώνεται [[τώρα]] σε [[σχήμα]] [[τέταρτο]]»)<br />ε) (ενν. <i>της ώρας</i>) [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[δεκαπέντε]] λεπτών της ώρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τετάρτη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εξανθηματικός]] [[πυρετός]] που μοιάζει ως [[προς]] τη [[συμπτωματολογία]] με την [[ιλαρά]] και την [[οστρακιά]], αλλ. [[νόσος]] τών Ντιουκς - Φιλάτοφ<br />β) «τετάρτη αφροδίσια [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> αφροδίσιο [[νόσημα]] που οφείλεται σε μικροοργανισμό του γένους [[χλαμυδία]], αλλ. [[νόσος]] τών ΝικολάΦαβρ<br />γ) «[[τέταρτο]] Σελήνης»<br /><b>αστρον.</b> [[φάση]] της Σελήνης όταν αυτή βρίσκεται σε [[κατάσταση]] τετραγωνισμού, [[δηλαδή]] όταν έχει [[αποχή]] 90° από τον Ήλιο<br />δ) «πρώτο [ή τελευταίο] [[τέταρτο]] της Σελήνης»<br /><b>αστρον.</b> η πρώτη και η τελευταία [[φάση]] της Σελήνης<br />ε) «[[τέταρτο]] του μέτρου» — [[είκοσι]] [[πέντε]] εκατοστόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Τέταρτος</i><br />(στους Λοκρούς) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) (ενν. <i>μοῖρα</i>) (στη [[Σπάρτη]]) [[μέτρο]] υγρών που ισοδυναμούσε με [[οκτώ]] λακωνικές χοές ή [[ενενήντα]] έξι κοτύλες<br />β) [[μέτρο]] βάρους, πιθ. το ένα [[τέταρτο]] του χρυσού στατήρα<br />γ) το [[τέταρτο]]<br />δ) [[φόρος]] [[ισοδύναμος]] με το 25% ενός ποσού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τετάρτως]] Α<br />[[τέσσερεις]] φορές σε μεγαλύτερο βαθμό ή σε μεγαλύτερη [[ποσότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το τακτικό αριθμτ. <i>τέταρ</i>-<i>τος</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>τος</i>) έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>et</i>(<i>w</i>)<i>r</i>- του απόλυτου αριθμτ. [[τέσσαρες]], -<i>α</i> [[χωρίς]] το -<i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> δοτ. πληθ. [[τέτρα]]-<i>σι</i>, [[τετράς]], [[τετράκις]] και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>τετρα</i>-) και με τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>αρ</i>- της δεύτερης συλλαβής (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quartus</i>). Ο τ. [[τέτρατος]] εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με τη [[μορφή]] -<i>ρα</i>-, ενώ ο βοιωτ. τ. [[πέτρατος]] εμφανίζει -<i>π</i>- [[αντί]] <i>τ</i>- χαρακτηριστικό τών αιολ. διαλέκτων (<b>πρβλ.</b> [[πέτταρες]], [[πίσυρες]], <b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]). Ο νεοελλ. διαλ. τ. του θηλ. [[Τετράδη]], [[τέλος]] έχει προέλθει από την εκκλ. φρ. «τῇ Τετράδι...» (της Τυροφάγου ή της Διακαινησίμου) από τη [[δοτική]] εν. του αρχ. [[τετράς]], -[[άδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |