3,274,313
edits
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνοχή -ῆς, ἡ Att. ook ξυνοχή [συνέχω] vernauwing:; ἐν ξυνοχῇσι ὁδοῦ bij een versmalling van de weg Il. 23.330; overdr. beklemming:. σ. καρδίας beklemming des harten NT 2 Cor. 2.4. | |elnltext=συνοχή -ῆς, ἡ Att. ook [[ξυνοχή]] [[συνέχω]] [[vernauwing]]:; ἐν ξυνοχῇσι ὁδοῦ bij een versmalling van de weg Il. 23.330; overdr. [[beklemming]]:. σ. καρδίας beklemming des harten NT 2 Cor. 2.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοχή''': Ἀττ. ξυν-, ἡ, ([[συνέχω]]) συγκράτησις, τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) [[συστολή]], σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, [[ἔνθα]] ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) [[συμπλοκή]], ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) [[συνέχεια]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ [[σημεῖον]] ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον [[σύνδεσις]] τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ [[σῶμα]] συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. [[ἑαυτοῦ]], ἡ ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]] συγκράτησις, [[κυριότης]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ [[αὐτόθι]] 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., [[ἀνάγκη]], [[στενοχωρία]], [[θλῖψις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ. | |lstext='''συνοχή''': Ἀττ. ξυν-, ἡ, ([[συνέχω]]) [[συγκράτησις]], τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) [[συστολή]], σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, [[ἔνθα]] ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) [[συμπλοκή]], ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) [[συνέχεια]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ [[σημεῖον]] ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον [[σύνδεσις]] τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ [[σῶμα]] συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. [[ἑαυτοῦ]], ἡ ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]] συγκράτησις, [[κυριότης]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ [[αὐτόθι]] 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., [[ἀνάγκη]], [[στενοχωρία]], [[θλῖψις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |