Anonymous

σπήλαιον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σπηλαίου, τό ([[σπέος]] ([[cavern]]; cf. [[Curtius]], § 111)), a [[cave]] ([[den]]): [[Plato]], [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others; the Sept. for מְעָרָה.)
|txtha=σπηλαίου, τό ([[σπέος]] ([[cavern]]; cf. [[Curtius]], § 111)), a [[cave]] ([[den]]): [[Plato]], [[Plutarch]], Lucian, Aelian, others; the Sept. for מְעָרָה.)
}}
{{grml
|mltxt=το, / [[σπήλαιον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[φυσικό]] βαθύ [[κοίλωμα]] [[μέσα]] σε βράχο ή [[κάτω]] από το [[έδαφος]], [[σπηλιά]] (α. «το [[σπήλαιο]] τών Ιωαννίνων» β. «ο [[άνεμος]] εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.<br />γ. «ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων», ΚΔ<br />δ. «[[μετὰ]] τοῦτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ [[σπήλαιον]] [[πάλιν]] ἐκεῖνο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σπήλαιο]] της Βηθλεέμ στο οποίο γεννήθηκε ο [[Χριστός]] (α. «καὶ ἡ γῆ τὸ [[σπήλαιον]] τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει», Ακολ. Χριστουγ.<br />β. «δείκνυται τὸ ἐν Βηθλεέμ [[σπήλαιον]], [[ἔνθα]] ἐγεννήθη καὶ ἡ ἐν τῷ σπηλαίω [[φάτνη]] [[ἔνθα]] ἐσπαργανώθη», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται από τη διαβρωτική και διαλυτική [[ενέργεια]] του υπεδαφικού νερού σε ασβεστολιθικά, ηφαιστειογενή ή κοραλλιογενή πετρώματα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογική [[κοιλότητα]] που έχει ανοιχθεί στο [[παρέγχυμα]] ενός οργάνου, ειδικότερα του πνεύμονα, λόγω εκκενώσεως αποστήματος ή μαλακυνθέντος φυματίου μέσω τών φυσικών παροχετευτικών [[οδών]] ή μέσω συριγγίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύστημα]] σπηλαίων» — [[άθροισμα]] υπόγειων εγκοίλων που επικοινωνούν [[μεταξύ]] τους με μικρότερες [[διόδους]] και χαρακτηρίζει μερικές φορές [[ομάδα]] γειτονικών σπηλαίων που έχουν μια σηραγγοειδή [[μορφή]] επικοινωνίας η οποία επιτρέπει [[τουλάχιστον]] την [[ανταλλαγή]] νερού ή αέρα<br />β) «διαλυσιγενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται [[κυρίως]] από τη χημική [[διάλυση]] τών πετρωμάτων<br />γ) «πρωτογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] απόθεσης του πετρώματος που τά φιλοξενεί ή ταυτόχρονα με τη [[στερεοποίηση]] του<br />δ) «δευτερογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται [[μετά]] τη [[στερεοποίηση]] του πετρώματος που τά φιλοξενεί και σε ορισμένες περιπτώσεις [[μετά]] από αρκετές γεωλογικές περιόδους<br />ε) «κοραλλιογενή σπήλαια» — [[τύπος]] πρωτογενών σπηλαίων που σχηματίζονται από αποικίες κοραλλιών σε αβαθή νερά που επεκτείνονται και ενώνονται [[μεταξύ]] τους σχηματίζοντας δαντελλωτά ή βολβώδη τοιχώματα [[γύρω]] από ένα υποθαλάσσιο [[κενό]]<br />στ) «δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από μηχανικές και χημικές διεργασίες<br />ζ) «θαλάσσια σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης που δημιουργούνται σε περιοχές θαλάσσιων κρημνών εκτεθειμένων στην κυματική [[δράση]]<br />η) «δευτερογενή διαλυσιγενή σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από τη χημική [[διάλυση]] ευδιάλυτων και μη ανθεκτικών πετρωμάτων<br />θ) «ηφαιστειακά σπήλαια» — σπήλαια που συνδέονται με [[πεδία]] λάβας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]] («ἦν δὲ [[σπήλαιον]] καὶ [[λίθος]] ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σπήλαια</i><br />τα απόκρυφα μέρη του σώματος του ανθρώπου, τα αιδοία<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρησφύγετο]], [[καταφύγιο]] («[[σπήλαιον]] λῃστῶν ὁ οἶκός μου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι λ. [[σπήλαιον]] και [[σπήλυγξ]] [[πρέπει]] να συνδεθούν με τον τ. [[σπέος]] «[[βαθιά]] [[σπηλιά]]» και έχουν σχηματιστεί από ένα θ. με -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νεφέ</i>-<i>λη</i>: [[νέφος]]) με τα [[εξής]] επιθήματα αντιστοίχως: με την κατάλ. -<i>αιον</i> (πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[κατά]]-<i>γαιος</i>, <i>ὑπό</i>-<i>γαιος</i>) και με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υ</i>-<i>γξ</i>, το οποίο αποδίδει πιθ. την ηχητική του σπηλαίου (<b>πρβλ.</b> <i>λάρ</i>-<i>υ</i>-<i>γξ</i>, <i>φάρ</i>-<i>υ</i>-<i>γξ</i>, <i>σήρ</i>-<i>α</i>-<i>γξ</i>, <i>φάρ</i>-<i>α</i>-<i>γξ</i>). Τις λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>sp</i><i>ē</i><i>laeum</i>, <i>sp</i><i>ē</i><i>lunca</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm