Anonymous

ὀνομάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομάζω:''' Ιων. [[οὐνομάζω]], παρατ. <i>ὠνόμαζον</i>, Επικ. <i>ὀν-</i>· μέλ. <i>ὀνομάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠνόμασα</i>, Ιων. <i>οὐν-</i>· παρακ. <i>ὠνόμακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὠνομάσθην</i>· <i>ὠνόμασμαι</i>· Αιολ. Μέσ. μέλ. <i>ὀνυμάξομαι</i>, και Ενεργ. αόρ. αʹ <i>ὀνύμαξα</i> ([[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ονομάζω]], [[μιλώ]] ονομαστικά για κάποιον, [[καλώ]] ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], [[κατονομάζω]], συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὀν. τινά τι</i>, [[καλώ]] κάποιον μ' ένα όνομα, [[αποκαλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., <i>παῖδά μ' ὠνομάζετο</i>, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ. — Παθ., [[ὄνομα]] δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[εἶναι]] [[συχνά]] προστίθεται πλεοναστικά, τὰς οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην [[καί]]..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[δίνω]] όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., [[ἐπί]] τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ. — Παθ., ἀπὸ [[τούτου]] [[τοῦτο]] οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το [[ρητό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χρησιμοποιώ]] ονόματα ή λέξεις, [[μάλα]] [[σεμνῶς]] ὀνομάζων, σε Δημ.
|lsmtext='''ὀνομάζω:''' Ιων. [[οὐνομάζω]], παρατ. <i>ὠνόμαζον</i>, Επικ. <i>ὀν-</i>· μέλ. <i>ὀνομάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠνόμασα</i>, Ιων. <i>οὐν-</i>· παρακ. <i>ὠνόμακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὠνομάσθην</i>· <i>ὠνόμασμαι</i>· Αιολ. Μέσ. μέλ. <i>ὀνυμάξομαι</i>, και Ενεργ. αόρ. αʹ <i>ὀνύμαξα</i> ([[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ονομάζω]], [[μιλώ]] ονομαστικά για κάποιον, [[καλώ]] ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], [[κατονομάζω]], συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὀν. τινά τι</i>, [[καλώ]] κάποιον μ' ένα όνομα, [[αποκαλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., <i>παῖδά μ' ὠνομάζετο</i>, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ. — Παθ., [[ὄνομα]] δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[εἶναι]] [[συχνά]] προστίθεται πλεοναστικά, τὰς οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην [[καί]]..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[δίνω]] όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., ἐπί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ. — Παθ., ἀπὸ [[τούτου]] [[τοῦτο]] οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το [[ρητό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χρησιμοποιώ]] ονόματα ή λέξεις, [[μάλα]] [[σεμνῶς]] ὀνομάζων, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj