Anonymous

τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
mNo edit summary
Line 45: Line 45:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], [[τεκμαρτέον]], [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], [[δυστέκμαρτος]], [[τεκμηριόω|τεκμηριῶ]] (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]).
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], [[τεκμαρτέον]], [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], [[δυστέκμαρτος]], [[τεκμηριόω|τεκμηριῶ]] (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]).
}}
{{trml
|trtx====[[symptom]]===
Asturian: síntoma; Belarusian: сімптом; Bulgarian: симптом; Catalan: símptoma; Chinese Mandarin: 症狀, 症状, 病徵, 病征, 病象, 病狀, 病状, 症候; Danish: symptom; Dutch: [[symptoom]]; Esperanto: simptomo; Finnish: oire; French: symptôme; German: [[Symptom]]; Ancient Greek: [[τέκμαρ]], [[σύμπτωμα]], [[σημεῖον]], [[τεκμήριον]], [[συμβόλαιον]], [[σύμβολον]], [[ἐπισημασία]], [[ὑπόφασις]]; Hebrew: תַסְמִין‎, סִימְפּטוֹם‎; Hungarian: tünet; Ingrian: tauvvinoire; Italian: sintomo; Japanese: 症状, 症候; Kazakh: әйгіленіс, симптом; Korean: 증상(症狀); Latvian: simptoms; Malay: gejala; Maori: tohumate, putanga, tohu māuiui; Niuean: fakamailoga; Norwegian Bokmål: symptom; Nynorsk: symptom; Polish: objaw inan, symptom inan; Portuguese: sintoma; Romanian: simptom; Russian: [[симптом]]; Spanish: [[síntoma]]; Swedish: symtom, symptom; Tagalog: tandang-sakit, pangitain; Thai: อาการ; Ukrainian: симптом inan; Vietnamese: chứng trạng; Welsh: amlygiad
}}
}}