Anonymous

φορεῖον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. [[sella]]. [[lectica]], [[lectulus]], Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], Πολυδ. Ζϳ, 133.
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. [[sella]], [[lectica]], [[lectulus]], Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], Πολυδ. Ζϳ, 133.
}}
}}
{{lsm
{{lsm