Anonymous

πέταυρον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πέταυρον:''' и [[πέτευρον]] τό<br /><b class="num">1</b> [[насест]] Arph., Theocr.;<br /><b class="num">2</b> [[помост]], [[подмостки]] Polyb.
|elrutext='''πέταυρον:''' и [[πέτευρον]] τό<br /><b class="num">1</b> [[насест]] Arph., Theocr.;<br /><b class="num">2</b> [[помост]], [[подмостки]] Polyb.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πέταυρον]], ΝΜΑ, και [[πέτευρον]] ΜΑ<br />λεπτή και ελαστική [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτό]] [[σανίδι]] που χρησιμοποιείται για [[επένδυση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοιμούνται οι κότες<br /><b>2.</b> [[καταπακτή]], [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] επίμηκες [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[ικρίωμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>3.</b> [[κατάστιχο]] για [[καταγραφή]] λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή [[γραφή]] της λ. θεωρείται η [[πέτευρον]], ενώ ο τ. <i>πέτ</i>-<i>αυ</i>-<i>ρον</i> απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. [[καθώς]] και στις λ. <i>petaura</i>, <i>petaurista</i> τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. [[πέτευρον]] / [[πέταυρον]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πετά]] ([[άλλος]] τ. της πρόθεσης [[πεδά]]) και τη λ. [[αὔρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>πετᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, παρλλ. τ. του <i>πεδᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>μετέωρον</i>, [[οπότε]] η [[δίφθογγος]] -<i>ευ</i>- του [[πέτευρον]] [[είτε]] αποτελεί υπερδιορθωμένη [[μορφή]] του -<i>αυ</i>- [[είτε]] προέρχεται από την παρλλ. [[παρουσία]] τών τ. -<i>ήFορον</i>, -<i>ᾱFορον</i>. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. [[πετά]] (<b>βλ.</b> [[πεδά]]). Τέλος, η [[άποψη]] ότι η λ. [[πέτευρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pet</i><i>ě</i>-<i>wr</i><sub>o</sub>) συνδέεται με το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του [[ἄλευρον]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]]].
}}
}}
{{ls
{{ls