3,274,313
edits
(13_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiagrafikos | |Transliteration C=skiagrafikos | ||
|Beta Code=skiagrafiko/s | |Beta Code=skiagrafiko/s | ||
|Definition= | |Definition=σκιαγραφική, σκιαγραφικόν, [[illusively painted]], Procl.''in Alc.''p.155 C. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. [[τέχνη]], = [[σκιαγραφία]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], = [[σκιαγραφία]], Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκιᾱγρᾰφικός''': -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [[σκιαγράφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[σκιαγραφία]] ή γίνεται με [[σκιαγραφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκιαγραφική [[ουσία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ουσία]] συγκριτικά [[αδιαφανής]] στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική [[πλάκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιαγραφικώς</i> και <i>σκιαγραφικά</i> Ν<br />με σκιαγραφικό τρόπο, με [[σκιαγραφία]]. | |||
}} | }} |