Anonymous

εὐωδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_2)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] wohlriechend machen, Sp.; ὀσμήν, einen Wohlgeruch von sich geben, LXX. – Pass. wohlriechend sein, angenehm duften, Strab. XV, 721; Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] wohlriechend machen, Sp.; ὀσμήν, einen Wohlgeruch von sich geben, LXX. – Pass. wohlriechend sein, angenehm duften, Strab. XV, 721; Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''εὐωδιάζω''': [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) [[ἐκπέμπω]] εὐωδίαν, εἶμαι [[εὐώδης]], ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «[[ἄνθη]] καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον [[στέαρ]] [[οὕτως]] ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.
}}
}}