Anonymous

ἐξαμβλόω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_6a)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] 1) dasselbe, τὰ λοιπὰ ἐξήμβλωσαν Plat. Theaet. 150 e; Arist. u. Sp. – 2) εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Eur. Andr. 356, wenn wir machen, daß der Mutterleib eine Fehlgeburt thut; übertr. komisch, φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην Ar. Nubb. 137, machen, daß aus der aufgefundenen Idee eine Fehlgeburt wird, wie 140 τὸ [[πρᾶγμα]] τοὐξημβλωμένον, das fehlgeborne Ding; vgl. ἰσχὺς ἀμβλοῦται, wird abgestumpft, Plut. educ. puer. 4 M. – 3) fehlschlagen, ἐξήμβλωτο ἡ [[ἐλπίς]] Ael. bei Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] 1) dasselbe, τὰ λοιπὰ ἐξήμβλωσαν Plat. Theaet. 150 e; Arist. u. Sp. – 2) εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Eur. Andr. 356, wenn wir machen, daß der Mutterleib eine Fehlgeburt thut; übertr. komisch, φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην Ar. Nubb. 137, machen, daß aus der aufgefundenen Idee eine Fehlgeburt wird, wie 140 τὸ [[πρᾶγμα]] τοὐξημβλωμένον, das fehlgeborne Ding; vgl. ἰσχὺς ἀμβλοῦται, wird abgestumpft, Plut. educ. puer. 4 M. – 3) fehlschlagen, ἐξήμβλωτο ἡ [[ἐλπίς]] Ael. bei Suid.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξαμβλόω''': [[κάμνω]] νὰ πάθῃ ἔκτρωσιν, εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Εὐρ. Ἀνδρ. 356· ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐξήμβλωτό σὶ ἡ [[ἐλπίς]], οὐκ ἀτελὴς ἐγένετο, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξήμβλωκας. 2) μεταφ., φροντίδ’ ἐξήμβλωκας «ἀτελῆ ἐποίησας» (Σουΐδ. ἐν λέξει), Ἀριστοφ. Νεφ. 137· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ, εἰπέ μοι τὸ [[πρᾶγμα]] τοὐξημβλωμένον, «τὸ παραπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 139, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε· οὕτω περὶ σίτου, ὁ δὲ πυρὸς εἰς τίφην οὐ μεταβάλλει καὶ ζειὰν ἐξαμβλούμενος Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 3· ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Πλούτ. 2, 2F. ΙΙ. ἀμεταβ., καθίσταμαι [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], ματαιοῦμαι, Αἰλ. π. Ζ. 2. 25· ἀπροσ., ἐξαμβλοῖ, ἀκολουθεῖ [[ἀποβολή]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 5.
}}
}}