Anonymous

φοῖβος: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] rein, klar, leuchtend, glänzend; ἡλίου [[φοίβη]] [[φλόξ]] Aesch. Prom. 22; φοῖβον [[ὕδωρ]] Hes. frg. 78; Lycophr. 1009. – S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] rein, klar, leuchtend, glänzend; ἡλίου [[φοίβη]] [[φλόξ]] Aesch. Prom. 22; φοῖβον [[ὕδωρ]] Hes. frg. 78; Lycophr. 1009. – S. nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''φοῖβος''': -η, -ον, (ἴδε ἐν τέλει)· [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[διαυγής]], [[λαμπρός]], [[ὕδωρ]] Ἡσ. Ἀποσπ. 78, Λυκόφρ. 1009· ἡλίου φοίβῃ φλογὶ Αἰσχύλ. Πρ. 22· [[ὄνειρον]] Ἀλκμὰν 45. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] Φοῖβος, ὁ, ὁ [[καθαρός]], ὁ [[ἁγνός]], ὁ λάμπων, [[ἀρχαῖον]] ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, [[ὅπερ]] κατέστη κύρ. [[ὄνομα]] (πρβλ. [[Φοίβη]])· ὁ [[Ὅμηρος]] συνήθ. συνάπτει Φοῖβος [[Ἀπόλλων]], ἀλλ’ ἔχει καὶ μόνον Φοῖβος Ἰλ. Α. 443., Ο. 221, κ. ἀλλ.· σπανίως ἀντιστρέφεται ἡ [[τάξις]] [[Ἀπόλλων]] Φοῖβος Π. 68, Ἡσ. παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Δ. 232. Ἀλλὰ τὸ Ὁμηρικὸν Φοῖβος δὲν σημαίνει τὸν θεὸν Ἥλιον, [[διότι]] τὸν χαρακτῆρα τοῦτον προσέλαβεν ὁ [[Ἀπόλλων]] πολλῷ [[ὕστερον]]· τὸ [[ὄνομα]] Φοῖβος ἀναφέρεται [[μᾶλλον]] εἰς τὴν λαμπρότητα τῆς νεότητος, πρβλ. Müller Dor. 2. 6, 7. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[φάος]], φαῦος (ὅ ἐστι φάϝος), [[ὥστε]] τὸ β παριστάνει ϝ· [[ἐντεῦθεν]] [[φοιβάω]], [[φοιβάζω]], [[ἅπερ]] σημαίνουσιν ὁτὲ μὲν τὸ [[καθαίρω]], ὁτὲ δὲ τὸ [[προφητεύω]].)
}}
}}