3,274,764
edits
(13_7_2) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] ὁ, ein <b class="b2">Hause</b> Menschen, bes. eine verworrene, dicht zusammengedrängte Masse; πλήθοντος ὄχλου, Pind. P. 4, 85; [[δυσμενέων]] δ' ὄχλον [[πύργος]] ἀποστέγει, Aesch. Sept. 216; Pers. 53 u. öfter; auch übertr., ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Prom. 829; [[πολύς]] σου ταῦτά γ' εἰσήκουσ' [[ὄχλος]], Soph. Trach. 423; [[ὄχλος]] πᾶς Αχαϊκοῦ στρατοῦ, Eur. Hec. 521, öfter; γυναικῶν, Phoen. 204, wie [[θηλυγενής]] Bacch. 117; auch ἵππων, I. A. 191; die<b class="b2"> Menge</b>, bes. das Volk, der <b class="b2">große Hause</b>, λαῶν, ἀνθρώπων, Ar. Ran. 219 Eccl. 383; ὥςπερ θυρωρὸς ὑπ' ὄχλου τινὸς ὠθούμενος καὶ βιαζόμενος, Plat. Phil. 62 c; ὅτι μέλλει χαριεῖσθαι τῷ ὄχλῳ τῶν θεατῶν, Gorg. 502 a; οὐκοῦν πρὸς πολὺν ὄχλον καὶ δῆμον οὗτοι λέγονται οἱ λόγοι, 502 c, öfter; bei Xen. An. 2, 5, 9 steht die [[ἐρημία]] entgegen; ἐν τοῖς ὄχλοις [[μᾶλλον]] ἢ ἐν ταῖς ἰδίαις ὁμιλίαις, in Volksversammlungen, Mem. 3, 7, 5. Sprichwörtlich δι' ὄχλου [[ἤδη]] τοῦτό γε, das ist schon unter dem großen Haufen, dem Pöbel bekannt; Hdn. 6, 7, 2 [[ὄχλος]] [[μᾶλλον]] ἢ [[στρατός]], ein ungeordneter Hause, u. so öfter im Ggstze zum geregelten Heere; vgl. Thuc. 4, 126; ὁ [[ὄχλος]] τῶν στρατιωτῶν, die gemeinen Soldaten im Ggstze zu den Anführern, Xen. Cyr. 6, 1, 25; bes. der Troß, der dem Heere folgte, An. 3, 4, 26. 4, 3, 26, u. Sp., auch im plur., D. Hal. 11, 71. – Auch von Sachen, πραγμά των, Sp., παραδειγμάτων, Plut. de aud. poet. 9; vgl. Valcken. Eur. Phoen. 204. – Dah. <b class="b2">Lärm</b>, Unruhe, die eine große, ungeordnete Menschenmenge macht, u. übh. Beunruhigung, <b class="b2">Belästigung</b>, ὄχλον παρέχειν τινί, Eur. Or. 282 u. öfter, wie Her. 1, 86; Plat. Phaed. 84 d Rep. V, 450 b; Isocr. 12, 211; Xen. An. 3, 2, 27 u. Folgde oft; auch δι' ὄχλου εἶναί τινι, Einem beschwerlich fallen, Ar. Eccl. 888; vgl. Thuc. 1, 73. – Bei den Kretern lautete das Wort [[πόλχος]], äol. ὄλχος, davon das lat. volgus. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] ὁ, ein <b class="b2">Hause</b> Menschen, bes. eine verworrene, dicht zusammengedrängte Masse; πλήθοντος ὄχλου, Pind. P. 4, 85; [[δυσμενέων]] δ' ὄχλον [[πύργος]] ἀποστέγει, Aesch. Sept. 216; Pers. 53 u. öfter; auch übertr., ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Prom. 829; [[πολύς]] σου ταῦτά γ' εἰσήκουσ' [[ὄχλος]], Soph. Trach. 423; [[ὄχλος]] πᾶς Αχαϊκοῦ στρατοῦ, Eur. Hec. 521, öfter; γυναικῶν, Phoen. 204, wie [[θηλυγενής]] Bacch. 117; auch ἵππων, I. A. 191; die<b class="b2"> Menge</b>, bes. das Volk, der <b class="b2">große Hause</b>, λαῶν, ἀνθρώπων, Ar. Ran. 219 Eccl. 383; ὥςπερ θυρωρὸς ὑπ' ὄχλου τινὸς ὠθούμενος καὶ βιαζόμενος, Plat. Phil. 62 c; ὅτι μέλλει χαριεῖσθαι τῷ ὄχλῳ τῶν θεατῶν, Gorg. 502 a; οὐκοῦν πρὸς πολὺν ὄχλον καὶ δῆμον οὗτοι λέγονται οἱ λόγοι, 502 c, öfter; bei Xen. An. 2, 5, 9 steht die [[ἐρημία]] entgegen; ἐν τοῖς ὄχλοις [[μᾶλλον]] ἢ ἐν ταῖς ἰδίαις ὁμιλίαις, in Volksversammlungen, Mem. 3, 7, 5. Sprichwörtlich δι' ὄχλου [[ἤδη]] τοῦτό γε, das ist schon unter dem großen Haufen, dem Pöbel bekannt; Hdn. 6, 7, 2 [[ὄχλος]] [[μᾶλλον]] ἢ [[στρατός]], ein ungeordneter Hause, u. so öfter im Ggstze zum geregelten Heere; vgl. Thuc. 4, 126; ὁ [[ὄχλος]] τῶν στρατιωτῶν, die gemeinen Soldaten im Ggstze zu den Anführern, Xen. Cyr. 6, 1, 25; bes. der Troß, der dem Heere folgte, An. 3, 4, 26. 4, 3, 26, u. Sp., auch im plur., D. Hal. 11, 71. – Auch von Sachen, πραγμά των, Sp., παραδειγμάτων, Plut. de aud. poet. 9; vgl. Valcken. Eur. Phoen. 204. – Dah. <b class="b2">Lärm</b>, Unruhe, die eine große, ungeordnete Menschenmenge macht, u. übh. Beunruhigung, <b class="b2">Belästigung</b>, ὄχλον παρέχειν τινί, Eur. Or. 282 u. öfter, wie Her. 1, 86; Plat. Phaed. 84 d Rep. V, 450 b; Isocr. 12, 211; Xen. An. 3, 2, 27 u. Folgde oft; auch δι' ὄχλου εἶναί τινι, Einem beschwerlich fallen, Ar. Eccl. 888; vgl. Thuc. 1, 73. – Bei den Kretern lautete das Wort [[πόλχος]], äol. ὄλχος, davon das lat. volgus. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄχλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[πλῆθος]] λαοῦ ἐν κινήσει, ἄτακτον [[πλῆθος]], Πινδ. Π. 4. 150, Αἰσχύλ, κλ.· ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλὸν Εὐρ. Ὀρ. 108, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 44· ὁ [[ὄχλος]] τῶν στρατιωτῶν, τὸ [[στῖφος]], τὸ [[πλῆθος]] αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26, πρβλ. Θουκ. 6. 64, 7. 62· μηδένα ὂ. Πελοποννησίων νεῶν ὁ αὐτ. 2. 88· καὶ ὄχλῳ, καὶ πλήθει ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. 1. 80· ὁ ὃ. ὁ ξενικὸς ὁ αὐτ. 3. 109, πρβλ. 4. 56· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, τοιαῦτα ἄτακτα καὶ ἀγύμναστα καὶ [[ἄνευ]] πειθαρχίας πλήθη, 4. 126· ὄχ. [[μᾶλλον]] ἢ στρατὸς Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων τῷ στρατοπέδῳ (μὴ στρατιωτῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29., 4. 3, 26, κτλ. 2) ἐν πολιτικῇ σημασίᾳ, ὁ [[ὄχλος]], τὸ [[πλῆθος]] τῆς κατωτάτης τάξεως τοῦ λαοῦ, Λατ. turba, ἀντίθ. τῷ [[δῆμος]], Θουκ. 7. 8, Πλάτ. Πολιτ. 304C, Νόμ. 707Ε· πρὸς ὄχλον ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 368D· οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[δικαστήριον]] καὶ ἄλλων ὄχλων, καὶ ἄλλων τοῦ λαοῦ συνάξεων, περιφρονητικῶς, Πλάτ. Γοργ. 455Α· (πρβλ. [[ὀχλοκόπος]], [[ὀχλοκρατία]], κτλ.)· - παροιμ., δι’ ὄχλου τοῦτό γε, τοῦτο [[εἶναι]] ἤδη εἰς τὰ στόματα τοῦ ὄχλου, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 10. 3) [[καθόλου]], [[πλῆθος]] οἱουδήποτε πράγματος, ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, τὸ πλῆστον τῶν λόγων, δηλ. τὴν πολυλογίαν ἐάσω, θὰ ἀφήσω κατὰ [[μέρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 827· τὸν πλεῖστον ὄχ. τῶν πραχθέντων Ἰσοκρ. 273Β· ὄχ. ἵππων Εὐρ. Ι. Α. 191· [[ἄκριτος]] ἄστρων ὄχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 596· σαρκῶν Πλάτ. Τίμ. 75Ε· - ἐν τῷ πληθ., τὰ πλήθη, [[καχεξία]] τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Δίφιλος ἐν «Γάμῳ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 2, ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 4· πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3. ΙΙ. ὁ [[θόρυβος]] καὶ ἡ βοὴ πλήθους ἀνθρώπων, ὁ [[τάραχος]], ἀκολούθως δὲ [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. turbae, [[ἐνόχλησις]], σχολὴν ὂ, τε μέτριον Εὐρ. Ἴων 635· κτλ.· ὄχλον παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 337, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 27, Πλάτ. Φαίδων 84D· δι’ ὄχλου [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι ὀχληρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 888, Θουκ. 1. 73, Πλάτ. Ἄλκ. 1. 103Α· μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε Δημ. 299. 23· οἱ δὲ ἀντιλέγοντες [[ὄχλος]] ἄλλως καὶ [[βασκανία]] κατεφαίνετο ὁ αὐτ. 348. 23. - (Εἶναι μάταιον νὰ παραβάλωμεν αὐτὸ πρὸς τὸ Κρητ. [[πόλχος]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐπὶ νομισμάτων, Mionnet. Descr. 2. 269), [[ἐπειδὴ]] ἡ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]], ἴδε Cur. Gr. Et. σ. 550. Οὔτε τὸ Λατ. voig-us δύναται κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἐναλλαγῆς νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ ὄχλος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕΧ, ἴδε ἐν λ. ἔχω). | |||
}} | }} |