Anonymous

δεῖνα: Difference between revisions

From LSJ
2,377 bytes added ,  5 August 2017
6_15
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] ὁ, ἡ, τό, gen. [[δεῖνος]], acc. [[δεῖνα]] etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; <b class="b2">der und der, ein gewisser</b>, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ [[δεῖνα]], aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, <b class="b2">Dings</b>, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für [[πέος]], ibd. 867 Ach. 1149.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0538.png Seite 538]] ὁ, ἡ, τό, gen. [[δεῖνος]], acc. [[δεῖνα]] etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; <b class="b2">der und der, ein gewisser</b>, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ [[δεῖνα]], aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, <b class="b2">Dings</b>, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für [[πέος]], ibd. 867 Ach. 1149.
}}
{{ls
|lstext='''δεῖνα''': ὁ, ἡ, τό, γεν. [[δεῖνος]], δοτ. δεῖνι, αἰτ. [[δεῖνα]]· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἄκλιτον (ἴδε τὰ κατωτ. μνημονευόμενα χωρία)· ὀνομαστική τις [[δεῖν]], ὁ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σώφρωνος ὑπὸ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 335C, πρβλ. Ἰω. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 25· γενικὴ δὲ καὶ δοτ. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι αναφέρονται ὑπὸ Ἀπολλ. αὐτ. 336: ― τοιοῦτός τις, «ἕνας κἄποιος», ὃν δὲν θέλει τις ἢ δὲν δύναται νὰ ὀνομάσῃ, «ὁ τάδε», ἀείποτε [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ὁ [[δεῖνα]] Ἀριστοφ. Βατρ. 918, κτλ.· τὸν [[δεῖνα]] τὸν τοῦ [[δεῖνα]] ὁ αὐτ. Θεσμ. 622· ὁ [[δεῖνα]] τοῦ δεινὸς τὸν [[δεῖνα]] εἰσαγγέλει Δημ. 167. 25· ἃ ἂν ὁ δ. ἢ ὁ δ. εἴπῃ ὁ αὐτ. 27. 11· ὁ δ. καὶ ὁ δ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 5· τὸ δ., κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τὸ [[πέος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1149, πρβλ. Σχόλ. Λουκ. Διὶ Κατηγ. 23· τὸ δ. δ’ ἐσθίεις ; «τρώγεις τὸ [[δεῖνα]] ψάρι;» Ἀντιφ. Κουρ. 2· κατὰ γεν., ἐμὸς ἢ τοῦ [[δεῖνος]], [[ἰδικός]] μου ἢ ἄλλου τινός, τοῦ τάδε, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 5· δοτ., τῷ δεῖνι μεμφόμενος Δημ. 488. 23, πρβλ. 982. 25· ― πληθ. οἱ δεῖνες ὁ αὐτ. 756. 13· τῶν δείνων ὁ αὐτ. 489. 12. ΙΙ. τὸ [[δεῖνα]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ κωμ., [[ὅταν]] αἰφνιδίως ἐπέρχηται εἰς τὸν νοῦν τινος νὰ ἐρωτήσῃ ἢ νὰ ὑπομνήσῃ τι, [[ὅπερ]] [[τέως]] διέφευγε τὴν μνήμην [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 524, Εἰρ. 268, Ὄρν. 648, Λυσ. 921 καίτοι τὸ [[δεῖνα]]· ψίαθός ἐστ’ ἐξοιστέα, 926 καίτοι τὸ [[δεῖνα]]· [[προσκεφάλαιον]] οὐκ ἔχεις.
}}
}}