3,274,313
edits
(13_6a) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] sich verrechnen, Dem. 27, 29 u. Sp.; neben παρακρούεσθαι, dadurch betrügen, Isocr. 12, 243; falsche Schlüsse machen, Arist. phys. 1, 3; auch trans. durch Trugschlüsse hintergehen, täuschen, ἀπάτῃ τινὶ παραλογισάμενος ὑμᾶς, Aesch. 1, 117; auch τινά τι, Arist. rhet. 1, 14; absol., top. 1, 18, wo παραλογισθῆναι dem παραλογίσασθαι entgegengesetzt ist. Auch pass., παραλογίζεται ἡ [[διάνοια]] ὑπ' αὐτῶν, Arist. pol. 5, 8; παραλογιζόμενοι τοῖς λογισμοῖς, Pol. 16, 10, 3; ὑπὸ τῆς γοητείας παραλογισθέντες, D. Sic. 20, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] sich verrechnen, Dem. 27, 29 u. Sp.; neben παρακρούεσθαι, dadurch betrügen, Isocr. 12, 243; falsche Schlüsse machen, Arist. phys. 1, 3; auch trans. durch Trugschlüsse hintergehen, täuschen, ἀπάτῃ τινὶ παραλογισάμενος ὑμᾶς, Aesch. 1, 117; auch τινά τι, Arist. rhet. 1, 14; absol., top. 1, 18, wo παραλογισθῆναι dem παραλογίσασθαι entgegengesetzt ist. Auch pass., παραλογίζεται ἡ [[διάνοια]] ὑπ' αὐτῶν, Arist. pol. 5, 8; παραλογιζόμενοι τοῖς λογισμοῖς, Pol. 16, 10, 3; ὑπὸ τῆς γοητείας παραλογισθέντες, D. Sic. 20, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραλογίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ. Ι. ὑπολογίζω, [[ἐσφαλμένως]] [[λογαριάζω]], κακῶς, Δημ. 822. 25., 1037, 15. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ ἔν τινι, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[τρία]] ἡμιωβόλια π. τοὺς ναοποιοὺς Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 283D. ΙΙ. κατὰ τὴν συζήτησιν ἢ λογικὴν ἔρευναν, συλλογίζομαι [[ἐσφαλμένως]], [[ἐξάγω]] ἐσφαλμένα συμπεράσματα, ποιοῦμαι χρῆσιν παραλογισμῶν, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 2., 6. 9, 1. 2) παροδηγῶ διὰ παραλογισμῶν, ἐξαπατῶ διὰ ψευδῶν, συμπερασμάτων, ἐξαπατῶ διὰ σοφισμάτων, τινα Ἰσοκρ. 420C, Αἰσχίν. 85. 24· ἀπάτῃ τινὶ π. τινα ὁ αὐτ. 16. 32· μεγάλα τὴν πόλιν π. ὁ αὐτ. 45. 9· - [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., παραπλανῶμαι διὰ ψευδῶν συλλογισμῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 4., 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· παθητ. καὶ μέσ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλληλα, παραλογισθῆναι καὶ παραλογίσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 18, 2· πρβλ. συλλογίζομαι. Παρὰ Πλουτ. 2. 597Α (ἡ τῆς ἐσθῆτος [[ὄψις]] παραλογιζομένη τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν) φαίνεται ὅτι σημαίνει: παρέχουσα ἐσφαλμένην ἐντύπωσιν [[περί]] …, ὑποκρύπτουσα· ὑπολογίζω ἀπατηλῶς, ἀδίκως, τὸν μισθὸν Ἑβδ. (Γεν. ΛΑ΄, 41). | |||
}} | }} |