Anonymous

ἀκμάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0074.png Seite 74]] ([[ἀκμή]]), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ [[πεζῇ]] στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; [[πρός]] τι Arist. rhet. 1, 5. Uebertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; [[νόσος]] 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; [[πόλεμος]] 3, 3 (wie Plut. Them. 4); [[θέρος]] 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσθαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0074.png Seite 74]] ([[ἀκμή]]), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ [[πεζῇ]] στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; [[πρός]] τι Arist. rhet. 1, 5. Uebertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; [[νόσος]] 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; [[πόλεμος]] 3, 3 (wie Plut. Them. 4); [[θέρος]] 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσθαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκμάζω''': μέλλ. άσω, ([[ἀκμή]]), εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, εἶμαι εἰς τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἡλικίας μου, εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους καὶ δυνάμεως. 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 2. 134, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε· ἀκμάζειν σώματι, ῥώμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 310D, κτλ.: [[οὕτως]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ κρατῶν, Ἡρόδ. 3. 57., 5. 28· ἀκμ. τὸ [[σῶμα]] ἀπὸ τῶν λ΄ ἐτῶν [[μέχρι]] τοῦ ε΄ καὶ μ΄, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 4. 2) [[ἀκμάζω]], [[ἰσχύω]] ἢ [[ἐξέχω]] εἴς τι, πλούτῳ, Ἡρόδ. 1. 29· παρασκευῇ πάσῃ, Θουκ. 1. 1· νεότητι, ὁ αὐτ. 2. 20· ἔν τινι, Αἰσχίν. 46. 23. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[ὥστε]] νὰ πράξω τι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], [[εἶναι]] ἐν τῇ ὑψίστῃ αὑτῆς ὁρμῇ, ἐνεργείᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Θουκ. 3. 3., 2. 49., ἀκμάζον [[θέρος]], [[ὅταν]] ᾖ ἐν τῇ ἀκμῇ αὑτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 19· ἐπὶ σίτου, [[ὅταν]] μεστώσῃ καὶ ᾖ ἕτοιμος πρὸς θερισμόν, ὁ αὐτ. 2) [[ὡσαύτως]], [[ἡνίκα]] ... ἀκμάζοι [ὁ [[θυμός]]], [[ὁπότε]] ὁ θυμὸς ἦτο εἰς τὴν ὑψίστην του [[ἀκμήν]], Πλάτ. Τίμ. 70D· ἀκμάζουσα [[ῥώμη]], Ἀντιφῶν 127. 25· ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα, ἀπαιτοῦσι τὴν ὑψίστην ἐπιμέλειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40. 3) ἀπροσώπ., μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι, [[εἶναι]] καιρὸς νά ..., Αἰσχύλ. (λυρ.), Θ. 96· νῦν γὰρ ἀκμ. [[Πειθώ]] ... ξυγκαταβῆναι, τώρα [[εἶναι]] καιρὸς δι’ αὐτὴν νά ..., ὁ αὐτ. Χο. 726.
}}
}}