3,274,306
edits
(13_7_2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας [[Κρονίων]] ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίθον κατὰ χθονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε [[κάρη]], sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, [[οὐδέ]] πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; [[ὅπου]] μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. [[ὅπου]] πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις [[κλέος]], bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ [[πυρός]], 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, [[ὁπότε]] ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc. ὁ [[πόνος]], wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N. T. = bestätigen, bekräftigen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας [[Κρονίων]] ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίθον κατὰ χθονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε [[κάρη]], sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, [[οὐδέ]] πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; [[ὅπου]] μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. [[ὅπου]] πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις [[κλέος]], bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ [[πυρός]], 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, [[ὁπότε]] ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc. ὁ [[πόνος]], wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N. T. = bestätigen, bekräftigen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στηρίζω''': Σοφ. κλπ.· μέλλ. -ίξω. -ίσω, -ιῶἅπαντα παρὰ τοῖς Ἑβδ.·-ἀόρ. ἐστήριξα Ἰλ., Ἐπικ. στήριξα, ἀπαρ. στηρίξαι Ὀδ. Μ. 434, Θουκ. 2.49· μεταγενέστ. ἐστήρισα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98, στηρισάτω Ἀνθ. Π. 14. 72. - Μέσ., ἀόρ. ἐστηριξάμην Ἰλ., Ἱππ., κλπ., ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. στηριχθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστηρίχθην Τυρταῖ. 8. 22, Ἱππ. 898Β· πρκμ. ἐστήριγμαι Ἡσ. Θ. 779, Ἱππ., κλπ.· ὑπερσ. ἐστήρικτο Ἰλ. Π. 111, Ἡσίοδ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι). Στηρίζω ἀσφαλῶς, στερεώνω, [[ὑποστηρίζω]], τοποθετῶ, ἴριδας ἐν νέφει στήριξε, ἔστησεν ἴριδας εἰς τὸ σύννεφον, Ἰλ. Λ. 28· οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, περὶ τῆς Ἔριδος, Δ. 443· στηρίζειν αὐτὸ αὐτὸ φησι τὸ ἄπειρον (δηλ. ὁ Ἀναξαγόρας) Ἀριστ. Φυσ. 3.5, 17· στ. σήματ’ ἐν οὐρανῷ Ἄρατ. 10· - οὕτω πιθ., λίθον κατὰ χθονός ἐστ., ἔστησε στερεῶς εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Ἡσ. Θ. 498· βάσιν ἐστήριξαν Νικ. Ἀποσπ. 2.49. 2) [[ὑποστηρίζω]], ἐνδυναμώνω, σίτῳ τινὰ Ἑβδ. (Γέν. ΚΖ΄, 37)· μεταφορ., [[ἐνισχύω]], στερεώνω, τὴν ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98· τοὺς ἀδελφοὺς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 32, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17. 3) Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[στηρίζω]], θεμελιώνω, στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Ὀρφ. Ἀποσπ. 5· [[πόδα]] ἐπὶ γαίης Ἀνθ. Π. 14. 72· στηρίξατο [[κῦμα]] νήνεμον, καθησύχασε τὸ [[κῦμα]] εἰς γαλήνην, [[αὐτόθι]] 9. 271. Β. Παθ. καὶ μέσ., στερεῶς τοποθετοῦμαι, ἐμπήγομαι, ἵσταμαι στερεῶς ἢ εὐσταθῶς, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, δηλ. δὲν εἶχε [[μέρος]] στερεὸν νὰ στηρίξῃ τοὺς πόδας του, Ἰλ. Φ. 242, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 11· οὐδαμῇ ἐστήρικτο, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 218· δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, ὁ [[οἶκος]] ὑψοῦται πρὸς τὸν οὐρανὸν στηριζόμενος ἐπὶ κιόνων, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 779· [[οὕτως]], ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὴν αἰθέρ’ ἐστηρίξατο Εὐρ. Βάκχ. 1073· στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Τυρταῖ. 7. 32· πρὸς τῇ γῇ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 15· στηρίζεσθαι ἰσχυρῶς τῇ πτέρνῃ, [[στηρίζω]] ὅλον μου τὸ βάρος εἰς τὴν πτέρναν πηδῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759, π. Ἄρθρ. 840· ὗβον, ἐφ’ οὗ ἐστήρικται τὸ [[ἄλλο]] [[σῶμα]], [[εἶναι]] ἐστερεωμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.1, 24· [[ἄμπελος]] κάμακι στ. Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἄρατ. 230, 274, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀκοντίζεσθαι, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 23· - [[πέτρος]] ἐστήρικται Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 23· [[χάσμα]] μέγα ἐστ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 26· ἐπὶ τόπων [[ἁπλῶς]], [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι, Διον. Π. 204, κτλ. 2) μεταφορ., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, εἶχε στηριχθῇ, ἐπισωρευθῇ, Ἰλ. Π. 111· τί τοι [[χόλος]] ἐστήρικται; Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 816· [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, ὁ [[δέκατος]] μὴν εἶχε τεθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 11· ἐπὶ προσώπου, [[ὅπου]].. στηρίζει ποτέ, ὁπουδήποτε παραμένεις, Σοφ. Αἴ. 195. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[οὐδέ]] πῃ εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Ὀδ. Μ. 434 (ὡς τὸ στηρίξασθαι ἐν Ἰλ. Φ. 242, ἴδε ἀνωτ.)· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζων, ὑψούμενον πρὸς τὸν οὐρανόν, Εὐρ. Ἱππ. 1207· καὶ μεταφορ., [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 972, ἴδε Elmsl.· πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς [[αὐτόθι]] 1081, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 6. 2) ἐπὶ νόσων, [[καταλήγω]], [[ἀπολήγω]], ἐκφαίνομαι εἴς τι [[μέλος]] τοῦ σώματος, καταντῶ που, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ἐξυπακ. ἡ [[νόσος]]) Θουκ. 2. 49· [[ἐνταῦθα]] στ. ἡ [[νοῦσος]] Ἱππ. Ἀφ. 1250· [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 904, κτλ.· πρβλ. [[στήριξις]] 2· - ὁ Ἀρετ. (π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5) ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ἐν τῷ παθητ. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, παύομαι κινούμενος, «σταματῶ», [[ἡσυχάζω]], Πλούτ. 2. 76D, κτλ. 4) μεταφορ., στ. ἐπὶ δόγματος Διογ. Λ. 2. 136. | |||
}} | }} |