Anonymous

διαμαρτύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, [[ὅπως]] μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, [[ὅπως]] μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.
}}
{{ls
|lstext='''διαμαρτύρομαι''': [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. [[ὅπως]] μὴ..., [[μετὰ]] μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, [[διαμαρτύρομαι]], [[ἐγείρω]] ἔνστασιν [[ἐναντίον]] τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιμαρτύρομαι]], σοβαρῶς [[διακηρύττω]], Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως [[παρά]] τινος, [[ἐξορκίζω]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.
}}
}}