Anonymous

ἀσχημονέω: Difference between revisions

From LSJ
6_22
(13_5)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; [[ὑπόθεσις]] ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; [[ὑπόθεσις]] ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσχημονέω''': φέρομαι ἀσχημόνως, [[καταισχύνω]] ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια [[πράττω]], Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― [[μετὰ]] μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.
}}
}}