Anonymous

ἀριστεύω: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_7_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ein [[ἀριστεύς]] sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χθονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέθλοις Pind. N. 11, 14; πάντα [[πάντῃ]] ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ [[πρῶτα]] καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; [[γνώμη]] ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ein [[ἀριστεύς]] sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χθονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέθλοις Pind. N. 11, 14; πάντα [[πάντῃ]] ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ [[πρῶτα]] καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; [[γνώμη]] ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.
}}
{{ls
|lstext='''ἀριστεύω''': εἶμαι ὁ ἄριστος ἢ ὁ γενναιότατος, συχνὰ παρ’ Ὁμ.· αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Ἰλ. Ζ. 208· ὃς δέ κ’ ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι Λ. 409· ἀρ. ἐν ἀέθλοις Πινδ. Ν. 11. 18: - [[λαμβάνω]] τὸ ἀριστεῖον ἐπ’ ἀνδρείᾳ (ἴδε ἀριστεῖα, τά,) ἀξιοῦμαι ὑψίστης [[τιμῆς]], Ἡρόδ. 3. 55., 9. 105, Πλάτ. Πολ. 468B, 540A. 2) [[μετὰ]] γεν., ἀριστεύεσκε... Τρώων, ἦτο ὁ ἄριστος, ὁ πρῶτος τῶν Τρώων.., Ἰλ. Ζ. 460, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 112., 7. 206, κ. ἀλλ.· [[οὕνεκα]] βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων Ἰλ. Λ. 627, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 17. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι, ἦτο πρῶτος ἐν μάχῃ, ἐν τῷ μάχεσθαι, Ἰλ. Π. 292, 551, κτλ.· ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρὼων ἴδε ἀνωτ. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀρ. τι, εἶμαι ἄριστος ἔν τινι, Πινδ. Ο. 10 (11). 76., 13. 61· ἀρ. Σπέρχιν, εἶμαι ἄριστος εἰς [τὸ ᾄδειν] Σπέρχιν τὸν ἰάλεμον (κατὰ Meineke πέρυσιν τὸν ἰάλεμον), Θεόκρ. 15. 98. 5) [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., πρῶτα καλλιστεῖ’ ἀριστεύσας = τῷ ἀριστεῦσαι τὰ κ. λαβών, Σοφ. Αἴ. 435, πρβλ. 1300· πάντα ἀρ. Πλάτ Πολ. 540A· ἀριστείαν ἀρ. Πλουτ. Πελοπ. 34. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀριστεύουσα χθονὸς εὐκάρπου, ἡ ἀρίστη μεταξὺ πασῶν τῶν χωρῶν τῆς καρποφόρου γῆς, Πινδ. Ν. 1. 20· τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει Αἰσχύλ. Πρ. 890· ἐπὶ γνώμης, θεωροῦμαι ἀρίστη, [[ὑπερισχύω]], ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 7. 144.
}}
}}