3,274,306
edits
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην;<b class="b2"> essen, verzehren</b>, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; [[κρειῶν]] βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην;<b class="b2"> essen, verzehren</b>, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; [[κρειῶν]] βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βιβρώσκω''': Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα [[εἶναι]] πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *[[βρόχω]])· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις [[βεβρώθοις]], [[ὡσεὶ]] ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. [[καταβρώθω]]). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ [[βορά]], [[βορός]], [[βρῶμα]]· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago ([[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[βάραθρον]] ἀνήκει [[ἴσως]] εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, [[κατατρώγω]], βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε [[ἐκβιβρώσκω]], [[λίπος]])· μ. γεν., [[τρώγω]] ἔκ τινος πράγματος ([[μέρος]] δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ [[αὖτε]] κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203. | |||
}} | }} |