Anonymous

ἐπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπεῖπον''': ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, [[ἐπάνω]] εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· [[ἐπεῖπον]] τοιάδε, [[μετὰ]] τοὺς προλαλήσαντας [[εἶπον]] τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».
}}
}}