Anonymous

κομμωτικός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
}}
{{ls
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
}}
}}