Anonymous

σαλπίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] fut. σαλπ ίγξω u. s. w., erst später auch σαλπίσω, <b class="b2">trompeten</b>, die Trompete blasen, ein Zeichen auf der Trompete geben; σάλπ ιγξιν σαλπίζοντες, Xen. An. 7, 3, 32, u. A.; auch absolut, ἐπεὶ ἐσάλπιγξε, wo man sich [[σαλπιγκτής]] ergänzt, etwa nachdem es geblasen hatte, 1, 2, 17; übertr. ἀμφὶ δὲ σάλπ ιγξε [[μέγας]] [[οὐρανός]], rings trompetete der Himmel, vom Donner, als Zeichen zum Kampfe, Il. 21, 388; Luc. Ocyp. 114 vom Hahne, [[ἀλέκτωρ]] ἡμέ ραν ἐσάλπισεν, er kündigte durch sein Krähen
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] fut. σαλπ ίγξω u. s. w., erst später auch σαλπίσω, <b class="b2">trompeten</b>, die Trompete blasen, ein Zeichen auf der Trompete geben; σάλπ ιγξιν σαλπίζοντες, Xen. An. 7, 3, 32, u. A.; auch absolut, ἐπεὶ ἐσάλπιγξε, wo man sich [[σαλπιγκτής]] ergänzt, etwa nachdem es geblasen hatte, 1, 2, 17; übertr. ἀμφὶ δὲ σάλπ ιγξε [[μέγας]] [[οὐρανός]], rings trompetete der Himmel, vom Donner, als Zeichen zum Kampfe, Il. 21, 388; Luc. Ocyp. 114 vom Hahne, [[ἀλέκτωρ]] ἡμέ ραν ἐσάλπισεν, er kündigte durch sein Krähen
}}
{{ls
|lstext='''σαλπίζω''': μέλλ. -ιῶ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ι΄, 4)· ἀόρ. ἐσάλπιγξα Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 11· Ἐπικ. σάλπιγξα Ἰλ.· - μεταγεν. μέλλ. σαλπίσω Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 52· ἀόρ. ἐσάλπισα Λουκ. Ὠκύπ. 114, Ἑβδ., κλ. - Παθ., πρκμ. σεσάλπιγκται Εὐδαίμ. παρὰ Στοβ. 366. 54· σεσάλπισται (περι-) Πλούτ. 2. 192Β, 220Ε· - σαλπίσσω [[εἶναι]] τῶν Ταραντίνων, Εὐστ. 1654, Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 62· σαλπίττω, Ἀττ. παρὰ Φωτ. καὶ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 10· σαλπίδδω Βοιωτ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325. Δίδω [[σημεῖον]] διὰ σάλπιγγος, [[σαλπίζω]], ὡς καὶ νῦν, σάλπιγξι σαλπ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 32· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., σαλπ. πολέμου κτύπον Βατραχομυομαχ. 203· ῥυθμοὺς Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32· σαλπ. ἀνακλητικὸν Ἀνθ. Π. 11. 36· λιγὺν ἦχον [[αὐτόθι]] παράρτ. 30· τὸ … δείπνου [[σημεῖον]] Ἀθήν. 130Β· μεταφορ., ἀμφὶ σὲ σάλπιγξε [[μέγας]] οὐραμὸς, ὁ οὐρανὸς ἐσάλπιγξε …, ἐπὶ τῆς βροντῆς ἐκλαμβανομένης ἀντὶ σημείου πρὸς μάχην, Ἰλ. Φ. 388, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 327· - ἀπροσ., [[ἐπεὶ]] ἐσάλπιγξε (δηλ. ὁ [[σαλπιγκτής]]), [[ὅταν]] ἡ [[σάλπιγξ]] ἤχησε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 17· πρβλ. [[σημαίνω]] ΙΙ. 2, [[κηρύσσω]] Ι. 2. 2) μετ’ αἰτ., σ. ἡμέραν, προαγγέλω, ἀναγγέλω τὴν ἡμέραν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Λουκ. Ὠκύπ. 114.
}}
}}