Anonymous

ἐπαμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] darauf-, zusammenhäufen; εὐνὴν ἐπαμήσατο, ein Streulager, Od. 5, 482; γῆν, Erde aufschütten, z. B. zum Grabhügel, Her. 8, 24; Xen. Oec. 19, 11; αἰγιαλῖτιν θῖνα Zon. 9 (VI, 404); κόνιν Polyaen. 2, 1, 23; a. Sp.; D. L. 6, 79 auch act., κόνιν ἐπαμῆσαι, vgl. Heliod. 2, 20, wo ἐφαμήσας steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] darauf-, zusammenhäufen; εὐνὴν ἐπαμήσατο, ein Streulager, Od. 5, 482; γῆν, Erde aufschütten, z. B. zum Grabhügel, Her. 8, 24; Xen. Oec. 19, 11; αἰγιαλῖτιν θῖνα Zon. 9 (VI, 404); κόνιν Polyaen. 2, 1, 23; a. Sp.; D. L. 6, 79 auch act., κόνιν ἐπαμῆσαι, vgl. Heliod. 2, 20, wo ἐφαμήσας steht.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπᾰμάομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Μέσ., [[ἐπισωρεύω]] τι δι’ ἐμαυτὸν συνάγων αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐδάφους, εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσίν, ἐπεσώρευσε διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐσχημάτισε [[στρῶμα]] (ἐκ φύλλων), Ὀδ. Ε. 482· πρβλ. [[ἀφύσσω]] ΙΙ· γῆν ἐπομησμένον Θέογν. 428. πρβλ. Ἀνθολ. Π. 7. 446· γῆν ἐπαμησάμενος, ἐπισωρεύσας [[χῶμα]], Ἡρόδ. 8. 24· οὕτος, ἐπ. κόνιν Πολύαιν. 2. 1, 13· ἐπ. τινί τι Πλούτ. 2. 982Β. - Παρὰ μεταγεν. ἀπαντᾷ τὸ ἐνεργ. κόνιν ἐπαμῆσαι Διογ. Λ. 6. 79, πρβλ. Ἰαμβλ. Βίον Πυθ. 192· ὁ [[τύπος]] ἐφαμᾶν ἐν Ἡλιοδ. 2. 20 δὲν [[εἶναι]] βεβαίως [[ὀρθός]]· ἀλλ. ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Β΄ τόμ. σ. 80 τῶν Ἡλ. Αἰθιοπ.
}}
}}