3,273,606
edits
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1353.png Seite 1353]] gen. χηνός, ἡ, im Att. gew. ὁ, die <b class="b2">Gans</b>, nach dem Aufsperren des Schnabels benannt; χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il. 2, 460. 15, 692, u. öfter; masc. ist es deutlich Od. 19, 552, fem. 15, 161. 174, χηνέων Her. 2, 45; χὴν συγγεγραμμένος Ar. Av. 805; τὸν χῆνα ὀμνύναι 521; Xen. An. 1, 9,26; χὴν πλατυγάζων καὶ κεχηνώς Eubul. bei Ath. XII, 519 a; – χένας als acc. plur. steht Ep. ad. 667 (VII, 546). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1353.png Seite 1353]] gen. χηνός, ἡ, im Att. gew. ὁ, die <b class="b2">Gans</b>, nach dem Aufsperren des Schnabels benannt; χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il. 2, 460. 15, 692, u. öfter; masc. ist es deutlich Od. 19, 552, fem. 15, 161. 174, χηνέων Her. 2, 45; χὴν συγγεγραμμένος Ar. Av. 805; τὸν χῆνα ὀμνύναι 521; Xen. An. 1, 9,26; χὴν πλατυγάζων καὶ κεχηνώς Eubul. bei Ath. XII, 519 a; – χένας als acc. plur. steht Ep. ad. 667 (VII, 546). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χήν''': ὁ καὶ ἡ, γεν. χηνός· Ἰων. γεν. πληθ. χηνῶν (οὐχὶ χηνέων) Ἡρόδ. 2. 45· ἀνώμαλ. αἰτ. πληθ. χένας Ἀνθ. Π. 7. 546· ― ἡ ἀγρία χήν, Anser cinereus, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Ἰλ. Β. 460· χῆνα πλαταγίζοντα καὶ μὴ κεχηνότα Εὔβουλος ἐν «Χάρισιν» 1. 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16. 2) ἡ [[ἥμερος]] χήν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174, πρβλ. 161· χῆνες μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν Τ. 536· τιθασὸς χ. Σοφ. Ἀποσπ. 744· [[ὥσπερ]] χῆνα σιτευτὸν λαβὼν ἔτρεφέ με Ἐπιγένης ἐν «Βακχ(ε)ίᾳ» 2· γάλακτι χηνός, «μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», ἐπὶ πολυδαπάνου καὶ σπανιωτάτου ἐδέσματος, Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1. 5· χηνῶν ἥπατα (ἴδε [[χήνειος]]) Πλούτ. 2. 965Α, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Στεφανοπώλισι» 5. 3) νὴ ἢ μὰ τὸν χῆνα, [[ὅρκος]] τοῦ Σωκράτους, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 521, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, Ζηνόβ. 5. 81 (ἐν Παροιμιογράφοις), καὶ πρβλ. [[κύων]] Ι. 2. ― Πρβλ. Σανσκρ. hans-a, Λατ. ans-er (ἀντὶ hans-er)· Ἀρχ. Σκανδ. gâs πληθ. gœs Ἀγγλο-Σαξον. gôs πληθ. gês· Ἀρχ. Γερμαν. Kans (gans, gand-er)· Λιθ. zas- is. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς πιθανωτάτης ἄλλως ἐτυμολογίας ἐκ τῆς √ΧΑ, χανεῖν, [[χάσκω]] (πρβλ. Εὔβουλον ἔνθ’ ἀνωτ.), [[ἕνεκα]] τοῦ s, [[ὅπερ]] ὑπάρχει εἰς τόσας γλώσσας ὡς [[μέρος]] τῆς ῥίζης). | |||
}} | }} |