Anonymous

ὑπέρογκος: Difference between revisions

From LSJ
6_17
(13_5)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Ggstz von [[ἄσαρκος]]; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; [[δύναμις]], Dem. 4, 23; auch [[πρᾶγμα]], Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Ggstz von [[ἄσαρκος]]; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; [[δύναμις]], Dem. 4, 23; auch [[πρᾶγμα]], Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρογκος''': -ον, ὁ [[λίαν]] [[ὀγκώδης]], ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης [[μεγάλως]], Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· [[δύναμις]] ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) [[ὑπερμεγέθης]], [[ὑπερβολικός]], [[ὑπέρμετρος]], οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους [[μεγαλοπρεπής]], [[κομπαστικός]], πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― [[καθόλου]], [[μέγας]] εἰς ὑπερβολήν, [[πρᾶγμα]] Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]]».
}}
}}