3,273,730
edits
(13_5) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; [[λόγος]], Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; [[λόγος]], Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράδοξος''': -ον, ὁ παρὰ τὴν κοινὴν δόξαν, τὴν κοινῶς παραδεδεγμένην δοξασίαν, [[παράδοξος]], «ἀπίστευτος» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδοξος]], [[λόγος]] π. Πλάτ. Πολ. 472Α· π. τε καὶ [[ψεῦδος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281Α· παράδοξα λέγειν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἂν παράδοξον εἴπω Δημ. 31. 9· ἐκ τοῦ παραδόξου, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ὁ αὐτ. 780. 4· πολλὰ ποικίλλει [[χρόνος]] π. καὶ θαυμαστὰ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42· τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρᾶσθαι Πλουτ. Πομπ. 14· - παράδοξα. Στωϊκὰ παράδοξα, ὁ αὐτ. 2. 1060Β κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ξως, Αἰσχίν. 33. 23. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπιφανεῖς καὶ π. πράξεις Πολύβ. 1. 36. 3. 2) [[παράδοξος]] ἐπεκαλεῖτο ὁ νικῶν ἔν τε τῇ [[πάλη]], καὶ τῷ παγκρατίῳ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, ὁ [[θαυμάσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 249. 632, 1363-4, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 22· πρβλ. [[παραδοξονίκης]]· - μεταφορ., ἐπὶ τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7. | |||
}} | }} |