Anonymous

αὔρα: Difference between revisions

From LSJ
447 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔρα''': Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄημι]]) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, [[κυρίως]] δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ [[συχν]]. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ [[Νεῖλος]] μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων [[αὔρα]], ἡ [[εὐώδης]] πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις [[σῶμα]] πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· [[δεῖπνον]] ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ [[ὀξέως]] πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ [[σῶμα]], δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ [[αὔρα]] Εὐρ. Ἱππ. 165· [[εὐναῖος]] γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· [[ἔνθα]] ἡ [[φράσις]], αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
|lstext='''αὔρα''': Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄημι]]) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, [[κυρίως]] δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ [[συχν]]. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ [[Νεῖλος]] μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων [[αὔρα]], ἡ [[εὐώδης]] πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις [[σῶμα]] πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· [[δεῖπνον]] ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ [[ὀξέως]] πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ [[σῶμα]], δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ [[αὔρα]] Εὐρ. Ἱππ. 165· [[εὐναῖος]] γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· [[ἔνθα]] ἡ [[φράσις]], αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> souffle d’air ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> brise qui vient d’un cours d’eau, de la mer, <i>etc.</i> ; air frais du matin;<br /><b>2</b> vent <i>en gén. ; fig. en parl. du cours incertain ou changeant des événements</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> souffle, exhalaison, odeur (de l’encens, d’un mets).<br />'''Étymologie:''' R. ἈϜ souffler ; cf. [[ἄω]], [[ἄημι]].
}}
}}