3,274,313
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτήτῠμος''': -ον, ἐκτεταμ. ποιητ. [[ἀντί]] [[ἔτυμος]] (ὡς [[ἀταρτηρός]] ἐκ του ἀτηρός), [[ἀληθής]], οὐκ ἔσθ’ ὅδε [[μῦθος]] ἑτ. Ὀδ. Ψ. 62· [[ἄγγελος]] ἐλθὼν Ἰλ. Χ. 438· ἐτήτυμα μυθεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, εἰπέ μοι τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ, Ὀδ. Α. 174· τοῦτ’ ἐτήτυμον…; μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] τοῦτο ἀληθὲς ὅτι…; Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· εἰ λέγεις ἐτήτυμα Σοφ. Φιλ. 1290· τὸ δ’ ἐτήτυμον, ἀλλ’ ἡ [[ἀλήθεια]] [[εἶναι]]..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 119. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀληθής]], [[φιλαλήθης]], οὐ ψευδόμαντις… ἀλλ’ ἐτ. Εὐρ. Ὀρ. 1667· ἐτ. [[στόμα]] ὁ αὐτ. Ι. Τ.1085. 3) [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], Λατ. sincerus, κείνῳ δ’ [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., δι’ ἐκεῖνον δὲν μένει [[ἀληθής]], πραγματική [[ἐπιστροφή]], Ὀδ. Γ. 241· ἐτ. [[φέγγος]] Πινδ. Ο. 2. 101· [[ἀλήθεια]], [[κλέος]] [[αὐτόθι]] 10 (ΙΙ). 66, Ν. 7. 92· ἐτ. Διὸς [[κάρα]] Αἰσχύλ. Χο. 948· [[παῖς]] ἐτ. γεγὼς Σοφ. Τρ. 1064· χρυσὸς Θεόκρ. 12. 37. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. κατ’ οὐδ., ἐτήτυμον, ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, πράγματι, [[ὄντως]], Ὀδ. Δ. 157, Ἰλ. Ν. 111, Σ. 128, Ἀρχίλοχ. 31: ― παρὰ Τραγ. τὸ Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 166, 477, 681, κτλ. · ὡς ἐτητύμως Σοφ. Ἠλ. 1452 | |lstext='''ἐτήτῠμος''': -ον, ἐκτεταμ. ποιητ. [[ἀντί]] [[ἔτυμος]] (ὡς [[ἀταρτηρός]] ἐκ του ἀτηρός), [[ἀληθής]], οὐκ ἔσθ’ ὅδε [[μῦθος]] ἑτ. Ὀδ. Ψ. 62· [[ἄγγελος]] ἐλθὼν Ἰλ. Χ. 438· ἐτήτυμα μυθεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, εἰπέ μοι τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ, Ὀδ. Α. 174· τοῦτ’ ἐτήτυμον…; μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] τοῦτο ἀληθὲς ὅτι…; Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· εἰ λέγεις ἐτήτυμα Σοφ. Φιλ. 1290· τὸ δ’ ἐτήτυμον, ἀλλ’ ἡ [[ἀλήθεια]] [[εἶναι]]..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 119. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀληθής]], [[φιλαλήθης]], οὐ ψευδόμαντις… ἀλλ’ ἐτ. Εὐρ. Ὀρ. 1667· ἐτ. [[στόμα]] ὁ αὐτ. Ι. Τ.1085. 3) [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], Λατ. sincerus, κείνῳ δ’ [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., δι’ ἐκεῖνον δὲν μένει [[ἀληθής]], πραγματική [[ἐπιστροφή]], Ὀδ. Γ. 241· ἐτ. [[φέγγος]] Πινδ. Ο. 2. 101· [[ἀλήθεια]], [[κλέος]] [[αὐτόθι]] 10 (ΙΙ). 66, Ν. 7. 92· ἐτ. Διὸς [[κάρα]] Αἰσχύλ. Χο. 948· [[παῖς]] ἐτ. γεγὼς Σοφ. Τρ. 1064· χρυσὸς Θεόκρ. 12. 37. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. κατ’ οὐδ., ἐτήτυμον, ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, πράγματι, [[ὄντως]], Ὀδ. Δ. 157, Ἰλ. Ν. 111, Σ. 128, Ἀρχίλοχ. 31: ― παρὰ Τραγ. τὸ Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 166, 477, 681, κτλ. · ὡς ἐτητύμως Σοφ. Ἠλ. 1452 | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> vrai : ἐτήτυμον ἀγορεύειν OD, λέγειν ἐτήτυμα SOPH dire la vérité;<br /><b>2</b> véritable, réel <i>p. opp. à fictif</i> [[νόστος]] [[ἐτήτυμος]] OD retour véritable ; <i>adv.</i> • ἐτήτυμον IL en vérité, réellement;<br /><b>3</b> qui dit la vérité, véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτυμος]], avec redoubl. | |||
}} | }} |