Anonymous

σύγχυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, mélange;<br /><b>2</b> bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> trouble de l’esprit, confusion, stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]].
}}
}}