Anonymous

στρατιώτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· ([[στρατιά]])· - [[πολίτης]] [[ὑπόχρεως]] εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[στρατιώτης]], Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς [[ὅμιλος]] καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, [[στρατιώτης]] κατ’ [[ἐπάγγελμα]], [[μισθοφόρος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. [[ποτάμιος]] στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. [[χιλιόφυλλος]], Achillea mullefolium, [[αὐτόθι]] 103.
|lstext='''στρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· ([[στρατιά]])· - [[πολίτης]] [[ὑπόχρεως]] εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[στρατιώτης]], Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς [[ὅμιλος]] καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, [[στρατιώτης]] κατ’ [[ἐπάγγελμα]], [[μισθοφόρος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. [[ποτάμιος]] στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. [[χιλιόφυλλος]], Achillea mullefolium, [[αὐτόθι]] 103.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat ; <i>dans les discours</i> [[ἄνδρες]] στρατιῶται soldats !.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}