Anonymous

διψάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. -ήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· [[μετὰ]] δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. -ήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· [[μετὰ]] δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδίψων, <i>f.</i> διψήσω, <i>ao.</i> ἐδίψησα, <i>pf.</i> δεδίψηκα;<br />avoir soif, être altéré ; <i>fig.</i> δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
}}
}}