Anonymous

δόγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δόγμα''': τό, ([[δοκέω]]) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, [[δόξα]]˙ ἰδίως φιλοσοφικὴ [[δοξασία]], Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, [[ψήφισμα]], [[ἀπόφασις]], Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.˙ [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5˙ - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
|lstext='''δόγμα''': τό, ([[δοκέω]]) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, [[δόξα]]˙ ἰδίως φιλοσοφικὴ [[δοξασία]], Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, [[ψήφισμα]], [[ἀπόφασις]], Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.˙ [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5˙ - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> opinion;<br /><b>2</b> décision, décret, arrêt.<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]].
}}
}}