Anonymous

σιαγών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιᾱγών''': Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ [[ὀστοῦν]] τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ [[κάτωθεν]] σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. [[ὑαγών]].
|lstext='''σιᾱγών''': Ἰων. σιηγών, -όνος, ἡ, τὸ «σαγόνι», τὸ [[ὀστοῦν]] τῆς σιαγόνος, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1096, Σοφ. Ἀποσπ. 114, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 278· κινεῖται δὲ τοῖς .. ζῴοις ἅπασιν ἡ [[κάτωθεν]] σ., κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ― πρβλ. [[ὑαγών]].
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />mâchoire.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. p. [[γνάθος]].
}}
}}