Anonymous

ἀγνωμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγνωμοσύνη''': ἡ, [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἀμαθία]], Πλάτ. Θεαίτ. 199D. 2) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, ἀπερισκεψία, [[ἄνοια]], Θέογν. 896· [[ἀνόητος]] [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἡρόδ. 2. 172, Εὐρ. Βάκχ. 885 (λυρ.)· πρὸς ἀγν. τραπέσθαι, Ἡρόδ. 4. 93· ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι, ὁ αὐτ. 5, 83· ὑπ’ ἀγνωμοσύνης, ὁ αὐτ. 9. 3. 3) [[ἔλλειψις]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀναισθησία]], [[ἀνεπιείκεια]], [[χαλεπότης]], Σοφ. Τρ. 1266 (γραφὴ [[ὕποπτος]]) Δημ. 311. 7· ἀγν. τύχης, (Λατ. iniquitas tortunæ), ὁ αὐτ. 297. 7. 4) κατὰ πληθ., παρανόησις, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 6.
|lstext='''ἀγνωμοσύνη''': ἡ, [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἀμαθία]], Πλάτ. Θεαίτ. 199D. 2) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, ἀπερισκεψία, [[ἄνοια]], Θέογν. 896· [[ἀνόητος]] [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἡρόδ. 2. 172, Εὐρ. Βάκχ. 885 (λυρ.)· πρὸς ἀγν. τραπέσθαι, Ἡρόδ. 4. 93· ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι, ὁ αὐτ. 5, 83· ὑπ’ ἀγνωμοσύνης, ὁ αὐτ. 9. 3. 3) [[ἔλλειψις]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀναισθησία]], [[ἀνεπιείκεια]], [[χαλεπότης]], Σοφ. Τρ. 1266 (γραφὴ [[ὕποπτος]]) Δημ. 311. 7· ἀγν. τύχης, (Λατ. iniquitas tortunæ), ὁ αὐτ. 297. 7. 4) κατὰ πληθ., παρανόησις, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 6.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de jugement ; dureté inconsidérée, sévérité maladroite;<br /><b>2</b> insensibilité, dureté ; rigueurs de la torture;<br /><b>3</b> [[αἱ]] ἀγνωμοσύναι malentendu, mésintelligence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγνώμων]].
}}
}}