Anonymous

ἀδιάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάκρῐτος''': -ον, [[ἀδιαχώριστος]], ὁ μὴ διακρινόμενος, [[ἀνάμικτος]], Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) [[ἀκατανόητος]], [[ἀδιανόητος]], Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.
|lstext='''ἀδιάκρῐτος''': -ον, [[ἀδιαχώριστος]], ὁ μὴ διακρινόμενος, [[ἀνάμικτος]], Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) [[ἀκατανόητος]], [[ἀδιανόητος]], Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non décidé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διακρίνω]].
}}
}}