Anonymous

ἄζυμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄζῠμος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ζύμης ἢ ζυμώσεως, Πλάτ. Τίμ. 74D: ― ἐπὶ ἄρτου, [[ἄζυμος]] ἄρτος, Ἀθήν. 109Β. ἄρτοις ἀζ., ἄζυμα λάγανα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. κθ΄, 21. Λευϊτ. β΄, 4): ― ἀπολ. ἄζυμα, τά· Ἔξοδ. ιβ΄, 15· ἀλλὰ τὰ ἄζυμα = ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, Εὐαγγ. Μάρκ. ιδ΄, 1. Εὐαγγ. Λουκ. κβ΄, 1.
|lstext='''ἄζῠμος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ζύμης ἢ ζυμώσεως, Πλάτ. Τίμ. 74D: ― ἐπὶ ἄρτου, [[ἄζυμος]] ἄρτος, Ἀθήν. 109Β. ἄρτοις ἀζ., ἄζυμα λάγανα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. κθ΄, 21. Λευϊτ. β΄, 4): ― ἀπολ. ἄζυμα, τά· Ἔξοδ. ιβ΄, 15· ἀλλὰ τὰ ἄζυμα = ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, Εὐαγγ. Μάρκ. ιδ΄, 1. Εὐαγγ. Λουκ. κβ΄, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans levain ; τὰ ἄζυμα fête des azymes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> compact, ferme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ζύμη]].
}}
}}