Anonymous

κύανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύανος''': -ου, ὁ, ὕλη τις ἔχουσα [[χρῶμα]] βαθὺ κυανοῦν, ἣν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους μετεχειρίζοντο πρὸς καλλωπισμὸν ἔργων ἐκ μετάλλου, ἰδίως ὅπλων καὶ πανοπλιῶν· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ θώρακος τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑπῆρχον [[δέκα]] οἶμοι μέλανος κυάνοιο… κυάνεοι δὲ δράκοντες, ἴρισσιν ἐοικότες, ὀρωρέχατο [[προτὶ]] δειρήν, ἐξετείνοντο πρὸς τὸν λαιμὸν (ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Λ. 24 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους ὑπῆρχον πτύχες κυάνου, Ἀσπ. Ἡρ. 143· καὶ ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο ἦτο ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας. Τὸ [[χρῶμα]] τῆς ὕλης ταύτης ἦτο ἀναμφιβόλως βαθὺ κυανοῦν (κυανοῦ χρώματος λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Πλάτ. Τίμ. 68C), ἀπαστράπτον ἐν τῷ φωτὶ καὶ ποικιλλόμενον (ἴρισσιν ἐοικώς, ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ. Τί ἦτο ἡ ὕλη αὕτη [[εἶναι]] ἀμφίβολον. Γενικῶς νομίζεται ὅτι ἦτο [[κυανοῦς]] χάλυψ καί, εἰ καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ [[σίδηρος]] ἦτο σχετικῶς ἐν ὀλίγῃ χρήσει, ἡ [[τέχνη]] [[ὅμως]] τοῦ σκληρύνειν αὐτὸν δὲν ἦτο [[ἄγνωστος]], ἴδε [[σίδηρος]]. Παρὰ Θεοφρ. [[εἶναι]] τὸ lapis lazuli, [[ἴσως]] ἡ «γαλαζόπετρα», Θεοφρ. π. Λίθ. 31, κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 113C. [[Κατὰ]] τὸν Θεόφρ.: καλεῖται δὲ [[κύανος]] ὁ μὲν ἄρρην ὁ δὲ [[θῆλυς]]· [[μελάντερος]] δὲ ὁ ἄρρην π. Λιθ. 31· παραβάλλει τὸν σάπφειρον πρὸς τὸν ἄρρενα κύανον, 37· λέγει ὅτι [[εἶναι]] ἐξ ἄμμου, τὰ δὲ [[οἷον]] ἄμμου καθάπερ [[χρυσόκολλα]] καὶ [[κύανος]] 40· καὶ ὅτι ὁ [[κύανος]] ἦτο ὁ μὲν αὐτοφυὴς ὁ δὲ σκευαστὸς [[ὥσπερ]] ἐν Αἰγύπτῳ 55· ἦτο [[ὡσαύτως]] καὶ [[εἶδος]] βερνικίου παρασκευαζομένου ἐξ ἀνθρακικοῦ χαλκοῦ, Ἱππ. 268. 31, Λουκ. Λεξιφ. 22, Παυσ. 5. 11, 12, Ἀνθ. Π. 6. 229 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.). 2) ὡς θηλ. κυανοῦν τι [[ἄνθος]] φυόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῷ σίτῳ ἢ ταῖς ζειαῖς, [[αὐτόθι]] 4. 1, 40, Πλίν. 21. 39. 3) [[εἶδος]] πτηνοῦ, Tichodroma muraria, καλουμένου [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59. 4) θαλάσσιον [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[κυάνεος]], Νικ. Θηρ. 438· συγκριτικόν τι καὶ ὑπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσι παρὰ Φιλοστρ. 772, Ἀνακρεοντ. 29, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσαρ. ←yan-as (smoke), ←yâmas (dark)· Λιθ. szemas ([[φαιός]]), καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] τῷ [[κύαμος]] (κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589).) Τὸ ῠ μηκύνεται ἐν δακτυλικοῖς στίχοις [[χάριν]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανόπρῳρος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ.
|lstext='''κύανος''': -ου, ὁ, ὕλη τις ἔχουσα [[χρῶμα]] βαθὺ κυανοῦν, ἣν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους μετεχειρίζοντο πρὸς καλλωπισμὸν ἔργων ἐκ μετάλλου, ἰδίως ὅπλων καὶ πανοπλιῶν· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ θώρακος τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑπῆρχον [[δέκα]] οἶμοι μέλανος κυάνοιο… κυάνεοι δὲ δράκοντες, ἴρισσιν ἐοικότες, ὀρωρέχατο [[προτὶ]] δειρήν, ἐξετείνοντο πρὸς τὸν λαιμὸν (ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Λ. 24 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους ὑπῆρχον πτύχες κυάνου, Ἀσπ. Ἡρ. 143· καὶ ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο ἦτο ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας. Τὸ [[χρῶμα]] τῆς ὕλης ταύτης ἦτο ἀναμφιβόλως βαθὺ κυανοῦν (κυανοῦ χρώματος λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Πλάτ. Τίμ. 68C), ἀπαστράπτον ἐν τῷ φωτὶ καὶ ποικιλλόμενον (ἴρισσιν ἐοικώς, ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ. Τί ἦτο ἡ ὕλη αὕτη [[εἶναι]] ἀμφίβολον. Γενικῶς νομίζεται ὅτι ἦτο [[κυανοῦς]] χάλυψ καί, εἰ καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ [[σίδηρος]] ἦτο σχετικῶς ἐν ὀλίγῃ χρήσει, ἡ [[τέχνη]] [[ὅμως]] τοῦ σκληρύνειν αὐτὸν δὲν ἦτο [[ἄγνωστος]], ἴδε [[σίδηρος]]. Παρὰ Θεοφρ. [[εἶναι]] τὸ lapis lazuli, [[ἴσως]] ἡ «γαλαζόπετρα», Θεοφρ. π. Λίθ. 31, κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ αὐτὸ ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 113C. [[Κατὰ]] τὸν Θεόφρ.: καλεῖται δὲ [[κύανος]] ὁ μὲν ἄρρην ὁ δὲ [[θῆλυς]]· [[μελάντερος]] δὲ ὁ ἄρρην π. Λιθ. 31· παραβάλλει τὸν σάπφειρον πρὸς τὸν ἄρρενα κύανον, 37· λέγει ὅτι [[εἶναι]] ἐξ ἄμμου, τὰ δὲ [[οἷον]] ἄμμου καθάπερ [[χρυσόκολλα]] καὶ [[κύανος]] 40· καὶ ὅτι ὁ [[κύανος]] ἦτο ὁ μὲν αὐτοφυὴς ὁ δὲ σκευαστὸς [[ὥσπερ]] ἐν Αἰγύπτῳ 55· ἦτο [[ὡσαύτως]] καὶ [[εἶδος]] βερνικίου παρασκευαζομένου ἐξ ἀνθρακικοῦ χαλκοῦ, Ἱππ. 268. 31, Λουκ. Λεξιφ. 22, Παυσ. 5. 11, 12, Ἀνθ. Π. 6. 229 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.). 2) ὡς θηλ. κυανοῦν τι [[ἄνθος]] φυόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῷ σίτῳ ἢ ταῖς ζειαῖς, [[αὐτόθι]] 4. 1, 40, Πλίν. 21. 39. 3) [[εἶδος]] πτηνοῦ, Tichodroma muraria, καλουμένου [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59. 4) θαλάσσιον [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[κυάνεος]], Νικ. Θηρ. 438· συγκριτικόν τι καὶ ὑπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσι παρὰ Φιλοστρ. 772, Ἀνακρεοντ. 29, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσαρ. ←yan-as (smoke), ←yâmas (dark)· Λιθ. szemas ([[φαιός]]), καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] τῷ [[κύαμος]] (κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589).) Τὸ ῠ μηκύνεται ἐν δακτυλικοῖς στίχοις [[χάριν]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κυάνεος]], [[κυανόπρῳρος]], [[κυανοχαίτης]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> substance d’un bleu sombre employée pour colorer les ouvrages en métaux (armes, boucliers, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> sorte de minerai bleu employé en teinture;<br /><b>3</b> oiseau à plumage bleu.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> çjâmas « obscur », çjânas « fumée ».
}}
}}