Anonymous

κατασκευασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκευασμός''': ὁ, μηχανισμός, [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], κ. [[ὑπὲρ]] τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.
|lstext='''κατασκευασμός''': ὁ, μηχανισμός, [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], κ. [[ὑπὲρ]] τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />machination, invention ; [[ἐκ]] κατασκευασμοῦ d’accord.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
}}