Anonymous

ἐρωτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτάω''': Ἐπικ. [[εἰρωτάω]], ἀλλὰ συνῃρ. παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.· παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν συνῃρ. τύπων εἰρωτᾷ, εἰρωτῶσι κτλ. (Ἡρόδ. 3. 119, 1. 67, κ. ἀλλ.), καὶ εἰρωτέειν κτλ. (ὁ αὐτ. 4. 145 κ. ἀλλ.): παρατ. ἠρώτων Θουκ. 7. 10, κτλ., εἰρώτα Ὀδ. Ο. 423· Ἰων. εἰρώτεον ἢ -ευν Ἡρόδ. 4. 145, 3, 140: - [[μετὰ]] πληθ. προστ. ἐρωτώντων Ἀντιφῶν 137. 5: - μέλλ. -ήσω, κτλ.: ἡ συνήθ. λέξ. παρ’ Ἀττ., ἡ ἀναπληροῦσα τοὺς ἐλλείποντας χρόνους τοῦ [[ἔρομαι]], οἱ δ’ Ἐπικ. τύποι [[εἶναι]] [[ἐρέω]] Α, [[ἐρεείνω]]. Ἐρωτῶ τινά τι, [[περί]] τινος, ἅ μ’ εἰρωτᾷς Ὀδ. Δ. 347, Ρ. 138· εἰρωτᾷς μ’ [[ὄνομα]] κλυτόν; Ι. 364· ὅσ’ ἄν σ ’ἐρωτῶ Σοφ. Ο. Τ. 1122· οὐ τοῦτ’ ἐρωτῶ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 641, κτλ.: - Παθ., ἐρωτῶμαι, τι Πλάτ. Νόμ. 895Ε, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 3. 2) ἐρωτῶ τι, ὡς νῦν, ὃ δ’ οὖν ἐρωτᾶτ’ Αἰσχύλ. Πρ. 226, Πλάτ. Πολ. 508Α· τι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 185C· ἐρ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 487Ε. - Παθ., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον, περὶ οὗ ἠρώτησεν ἢ ἐρωτᾷ τις, Θουκ. 3. 61, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 23, κτλ.· τὰ [[ἔμπροσθεν]] ἠρωτημένα Πλάτ. Νόμ. 662D, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 522. 3) ἑπομένης ἐξηστημένης προτάσεως, εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη, καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι Ὀδ. 423· ἐρωτᾶν εἰ… ἢ ἢν…, Ἱππ. 682. 46, Θουκ. κλ. (ἴδε ἐν λ. [[πύστις]])· ὑμᾶς ἐρωτῶ… ἦ ταῦτ’ ἄριστα κτλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 182· πότεροι… Ἀριστοφ. Ἀχ. 648· [[ὅστις]] Αἰσχύλ. κλπ. ΙΙ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, ζητῶ νὰ μάθω τι παρ’ [[αὐτοῦ]], εἰρωτᾷς μ’ ἐλθόντα θεὰ θεὸν Ὀδ. Ε. 97· ἐρ. καὶ ἐλέγχειν Ἀντιφῶν 144. 7· τινα [[ἀμφί]] τινος Εὐρ. Ἴων 236· ἐρ. τὸν θεὸν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 7, Ἀπομν. 1. 3, 1, κτλ. - Παθ., ἐρωτᾶσθαι [[θέλω]] Εὐρ. Ι. Α. 1130. <br />2) ἐν τῇ Διαλεκτικῇ, ὡς ἀντίθετον πρὸς τὴν συλλογιστικὴν ἀπόδειξιν, [[προκαλῶ]] [[συμπέρασμα]] ἐκ τοῦ ἀντιπάλου δι’ ἐρωτήσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], interrogare ἐν Κικ. Fat. 28· [[ἐντεῦθεν]] βραδύτερον, συλλογιστικῶς συμπεραίνομαι (πρβλ [[συνερωτάω]] ΙΙ), Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 17. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[αἰτέω]], ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], ἐρ. τινά τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 21, κ. ἀλλ.)· ἐρ. τινα ποιεῖν τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 37, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα ἵνα ἢ [[ὅπως]] ποιῇ τι παρὰ τῷ αὐτῷ ζ΄, 3, 36, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα [[περί]] τινος Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιϚ΄, 26, κτλ.
|lstext='''ἐρωτάω''': Ἐπικ. [[εἰρωτάω]], ἀλλὰ συνῃρ. παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.· παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν συνῃρ. τύπων εἰρωτᾷ, εἰρωτῶσι κτλ. (Ἡρόδ. 3. 119, 1. 67, κ. ἀλλ.), καὶ εἰρωτέειν κτλ. (ὁ αὐτ. 4. 145 κ. ἀλλ.): παρατ. ἠρώτων Θουκ. 7. 10, κτλ., εἰρώτα Ὀδ. Ο. 423· Ἰων. εἰρώτεον ἢ -ευν Ἡρόδ. 4. 145, 3, 140: - [[μετὰ]] πληθ. προστ. ἐρωτώντων Ἀντιφῶν 137. 5: - μέλλ. -ήσω, κτλ.: ἡ συνήθ. λέξ. παρ’ Ἀττ., ἡ ἀναπληροῦσα τοὺς ἐλλείποντας χρόνους τοῦ [[ἔρομαι]], οἱ δ’ Ἐπικ. τύποι [[εἶναι]] [[ἐρέω]] Α, [[ἐρεείνω]]. Ἐρωτῶ τινά τι, [[περί]] τινος, ἅ μ’ εἰρωτᾷς Ὀδ. Δ. 347, Ρ. 138· εἰρωτᾷς μ’ [[ὄνομα]] κλυτόν; Ι. 364· ὅσ’ ἄν σ ’ἐρωτῶ Σοφ. Ο. Τ. 1122· οὐ τοῦτ’ ἐρωτῶ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 641, κτλ.: - Παθ., ἐρωτῶμαι, τι Πλάτ. Νόμ. 895Ε, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 3. 2) ἐρωτῶ τι, ὡς νῦν, ὃ δ’ οὖν ἐρωτᾶτ’ Αἰσχύλ. Πρ. 226, Πλάτ. Πολ. 508Α· τι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 185C· ἐρ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 487Ε. - Παθ., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον, περὶ οὗ ἠρώτησεν ἢ ἐρωτᾷ τις, Θουκ. 3. 61, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 23, κτλ.· τὰ [[ἔμπροσθεν]] ἠρωτημένα Πλάτ. Νόμ. 662D, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 522. 3) ἑπομένης ἐξηστημένης προτάσεως, εἰρώτα δὴ [[ἔπειτα]] τίς εἴη, καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι Ὀδ. 423· ἐρωτᾶν εἰ… ἢ ἢν…, Ἱππ. 682. 46, Θουκ. κλ. (ἴδε ἐν λ. [[πύστις]])· ὑμᾶς ἐρωτῶ… ἦ ταῦτ’ ἄριστα κτλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 182· πότεροι… Ἀριστοφ. Ἀχ. 648· [[ὅστις]] Αἰσχύλ. κλπ. ΙΙ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, ζητῶ νὰ μάθω τι παρ’ [[αὐτοῦ]], εἰρωτᾷς μ’ ἐλθόντα θεὰ θεὸν Ὀδ. Ε. 97· ἐρ. καὶ ἐλέγχειν Ἀντιφῶν 144. 7· τινα [[ἀμφί]] τινος Εὐρ. Ἴων 236· ἐρ. τὸν θεὸν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 7, Ἀπομν. 1. 3, 1, κτλ. - Παθ., ἐρωτᾶσθαι [[θέλω]] Εὐρ. Ι. Α. 1130. <br />2) ἐν τῇ Διαλεκτικῇ, ὡς ἀντίθετον πρὸς τὴν συλλογιστικὴν ἀπόδειξιν, [[προκαλῶ]] [[συμπέρασμα]] ἐκ τοῦ ἀντιπάλου δι’ ἐρωτήσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], interrogare ἐν Κικ. Fat. 28· [[ἐντεῦθεν]] βραδύτερον, συλλογιστικῶς συμπεραίνομαι (πρβλ [[συνερωτάω]] ΙΙ), Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 17. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[αἰτέω]], ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], ἐρ. τινά τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 21, κ. ἀλλ.)· ἐρ. τινα ποιεῖν τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 37, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα ἵνα ἢ [[ὅπως]] ποιῇ τι παρὰ τῷ αὐτῷ ζ΄, 3, 36, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα [[περί]] τινος Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιϚ΄, 26, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠρώτων]], <i>f.</i> ἐρωτήσω, <i>ao.</i> [[ἠρώτησα]], <i>pf.</i> [[ἠρώτηκα]];<br /><b>1</b> demander, interroger : τινα, qqn ; [[τι]], demander qch ; ἐρ. τινά [[τι]], demander qch à qqn ; ἐρ. [[ὅπου]] XÉN demander où ; εἰρώτα [[τίς]] εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι OD il demandait qui elle était et d’où elle venait ; <i>Pass.</i> τὸ ἐρωτώμενον XÉN la question posée ; τὸ ἐρωτηθέν THC la question qui avait été posée;<br /><b>2</b> <i>t. de dialect.</i> poser une question ; <i>particul.</i> poser une question à l’adversaire pour l’amener à une conclusion ; argumenter, raisonner sous forme d’interrogation.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἔρομαι]].
}}
}}