3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμηνεία''': ἡ, ([[ἑρμηνεύω]]) [[ἐξήγησις]], διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1, <br />Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ [[δύναμις]] τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· [[ἔκφρασις]], αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· [[ὑπόμνημα]] ἑρμηνευτικόν, [[ἑρμηνεία]] εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ. | |lstext='''ἑρμηνεία''': ἡ, ([[ἑρμηνεύω]]) [[ἐξήγησις]], διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1, <br />Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ [[δύναμις]] τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· [[ἔκφρασις]], αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· [[ὑπόμνημα]] ἑρμηνευτικόν, [[ἑρμηνεία]] εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> expression d’une pensée ; élocution, faculté de s’exprimer;<br /><b>2</b> interprétation d’une pensée ; éclaircissement, explication.<br />'''Étymologie:''' [[ἑρμηνεύς]]. | |||
}} | }} |